Αρχείο

Archive for the ‘άρθρα’ Category

Ποια η στάση της αριστεράς απέναντι στην ΕΕ;

Παναγιώτης Μαυροειδής, Μπάμπης Συριόπουλος

Χωρίς υπερβολές, ολόκληρη η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, της ταξικής και πολιτικής διαπάλης σε αυτήν, μαζί και η διαμόρφωση των αστικών κομμάτων, αλλά και όλων των τάσεων της αριστεράς, σφραγίζονται από τη συζήτηση και την αντιπαράθεση σχετικά με τη λεγόμενη «ευρωπαϊκή στρατηγική».

Σύντομο ιστορικό: Ελληνική συμμετοχή από την «πρώτη μέρα» σε ΕΕ και ΝΑΤΟ

Tα πρώτα βήματα για τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση ως μορφή καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ξεκίνησαν το 1957. Τέσσερα μόλις χρόνια μετά, η κυβέρνηση της ΕΡΕ υπογράφει την πρώτη Συνθήκη Σύνδεσης.

Σχεδόν από την αρχή η αστική τάξη επιχείρησε να παρουσιάσει τη δική της ανάγκη για ενίσχυση της δυναμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, με αυτήν της κεφαλαιοκρατικής Δύσης, ως ανάγκη και «ευκαιρία» για την ελληνική κοινωνία. Την ίδια στιγμή, για το ευρωπαϊκό (αλλά και αμερικανικό) κεφάλαιο η «στήριξη» αυτής της στρατηγικής ήταν πράγματι απλόχερη για γεωπολιτικούς κυρίως λόγους. Μόλις 9 χρόνια νωρίτερα (1952) η Ελλάδα είχε γίνει μέλος και του ΝΑΤΟ.

Εξ αρχής οι δύο αυτές κορυφαίες επιλογές του αστικού πολιτικού κόσμου, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες, αποτελώντας οργανικά μέρη ενιαίας στρατηγικής που συνέπλεκε πολιτικά, οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Η ανερχόμενη αστική τάξη της Ελλάδας χρειαζόταν ως ζήτημα ζωής και θανάτου την στήριξή της από τη «Δυτική» κεφαλαιοκρατία, μέσω των ροών χρήματος (και επιβολής πολιτικών), όσο και των πολιτικών και στρατιωτικών μηχανισμών που αυτή ανέπτυσσε.

Στη συνέχεια, εν μέσω διαδοχικών τομών και βημάτων στην ίδια την υπόσταση της ΕΟΚ/ΕΕ, έχουμε το 1992 τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1997 τη Συνθήκη του Άμστερνταμ με πρώτη αναφορά στο Σύμφωνο Σταθερότητας και κυρίως τη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2000, όπου μπήκαν πλέον όλα στο «ψητό» με το στόχο των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς (εργασία, παιδεία, ιδιωτικοποιήσεις κλπ). Την 1η Ιανουαρίου 2002 τα τραπεζογραμμάτια και κέρματα του ευρώ τέθηκαν σε κυκλοφορία σε 12 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στο εξής οι συνασπισμένες αστικές τάξεις μέσω των κυβερνήσεών τους στα κράτη μέλη, αλλά και τις ενισχυμένες υπερεξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχουν τα χέρια τους λυμένα.

Τώρα πλέον το παζλ έχει συμπληρωθεί: Η ένταξη και παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ, υπηρετεί μια τριπλή στρατηγική: κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη, αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού, πολιτική σταθεροποίηση του αστικού συστήματος.

Η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη περιλαμβάνει ως αναγκαία στοιχεία τη λιτότητα, την αναδιάρθρωση εργασιακών σχέσεων, την καταβαράθρωση δημόσιων κοινωνικών πολιτικών και έχει ως «καύσιμη ύλη» τα δικαιώματα και τις ζωές της εργαζόμενης πλειονότητας.

Η αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της ΕΕ, σημαίνει σάρωμα της μικρής και μεσαίας αγροτικής και βιοτεχνικής οικονομικής δομής με ταυτόχρονη ανάδυση ισχυρότερων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ελληνικών και ευρωπαϊκών.

Η πολιτική σταθεροποίηση του αστικού συστήματος, σημαίνει ό,τι είδαμε στη φάση της ελληνικής κρίσης του 2012-2015, αλλά και με άλλο τρόπο εξελίσσεται και στις μέρες μας: Στην αδυναμία των αστικών κομμάτων στην Ελλάδα να διαχειριστούν την κρίση και τον ξεσηκωμό του κόσμου, έσπευσε να πέσει πάνω όλος ο μηχανισμός της ΕΕ. Τότε κρίθηκαν και οι πολιτικές δυνάμεις στο βασικό τους ρόλο: Την επομένη ενός «αυθάδους» μαζικού ΟΧΙ σε ποσοστό 62%, όλα τα κόμματα, μαζί και το ΚΚΕ βρέθηκαν μαζί στο Προεδρικό Μέγαρο να στηρίζουν την «κωλοτούμπα» ΣΥΡΙΖΑ με το επιχείρημα ότι «έξω από το ευρώ, έρχεται καταστροφή».

Η ΕΕ σήμερα: κρίση και μετάβαση σε Ένωση διαρκούς πολέμου σε όλα τα επίπεδα

Σήμερα, η ΕΕ βρίσκεται σε κρίση και ταυτόχρονα σε μετάβαση. Γενικότερα ο διεθνής καπιταλισμός διανύει φάση τελματώδους στασιμότητας. Οι πολύμορφοι ανταγωνισμοί οξύνονται. Ο καπιταλιστικός κόσμος πολώνεται σε έναν σκληρό ανταγωνισμό για την παγκόσμια ηγεμονία δύο βασικών πόλων-μπλοκ: «δυτικές» δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία) από τη μια και ο ανερχόμενος υπό διαμόρφωση πόλος κρατών και οικονομιών (Κίνα, Ρωσία, BRICS) από την άλλη, με ισχυρή παρέμβαση και κεντρικό ρόλο της Κίνας και της Ρωσίας. Από πολιτική και ταξική άποψη πρόκειται για δύο αντιδραστικά καπιταλιστικά μπλοκ που έχουν στόχο και μέσο για την επίτευξη της παγκόσμιας ηγεμονίας τους τη συντριβή της εργατικής τάξης στις χώρες τους και διεθνώς. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο για την Αριστερά και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης η πλήρης ανεξαρτησία τους και από τους δύο πόλους του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Στην ίδια την ΕΕ ενισχύεται η στροφή στον πόλεμο, η επιβολή σκληρής, διαρκούς, λιτότητας με βάση το «πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης», η αντιδημοκρατική/ολοκληρωτική στροφή και η επιτάχυνση της καταστροφής της φύσης, στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης». Πάνω σε αυτό το έδαφος αναπτύσσονται πολύπλευρες αντιθέσεις και στοιχεία κρίσης στο εσωτερικό της.

Ευρωπαϊκή Ένωση και αριστερά: Ανάμεσα στην αμηχανία και τα μισά λόγια

Η στάση της αριστεράς απέναντι στην αστική πολιτική στον τομέα των διεθνών σχέσεων και συμμαχιών είναι κριτήριο για τη γενικότερη αντίθεσή της στην αστική τάξη και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Ας θυμηθούμε: Η προδοσία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας έγινε φανερή με τη στάση της στον Ά Παγκόσμιο πόλεμο με την υποστήριξη της πολεμικής εμπλοκής ανάλογα με την ένταξη της αστικής τάξης της κάθε χώρας σε ένα από τα δύο παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» του ΚΚ Ιταλίας εκφράστηκε και με την αποδοχή της συμμετοχής της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ.

Σε αυτό το πλαίσιο, η στάση απέναντι στην ΕΕ αποτελεί όχημα για τους «ιστορικούς συμβιβασμούς» της αριστεράς διαχρονικά, καθώς η στάση των διάφορων τμημάτων της απέναντί της, ήταν εξαιρετικά αντιφατική.

Η ελληνική αριστερά, ηττημένη από τον εμφύλιο και τσακισμένη από το μετεμφυλιακό αστικό κράτος, ενώ θέλησε να σταθεί στο πλευρό των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και είδε με καχυποψία και εχθρότητα τις πρωτοβουλίες των αστών και της «ευλογίες» των πατρώνων της Δύσης, δεν έκανε την αναγκαία ανάγνωση αυτών των εξελίξεων, ώστε να μπορεί να διαμορφώσει μια εργατική αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Στην πρώτη περίοδο, από την ΕΔΑ έως το παράνομο ΚΚΕ, αναδείχτηκε μεν σωστά η επιδίωξη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να βάλει στο χέρι τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας καθώς και την πολιτική της ζωή, όμως υποβαθμίστηκε η επιλογή και το ταξικό συμφέρον της ίδιας της αστικής τάξης της Ελλάδας από αυτή την πορεία. Έτσι, σε διάφορές παραλλαγές, κυριάρχησε το σχήμα «από τη μια η εξαρτημένη Ελλάδα με ανύπαρκτη βιομηχανία και οικονομία, από την άλλη η αρπακτική ΕΟΚ». Στο πλαίσιο αυτό, υπόρρητα, διατυπωνόταν η θέση-αυταπάτη ότι το συμφέρον του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών δυνάμεων, μαζί και της «εθνικής», «πατριωτικής» και «μεσαίας» αστικής τάξης, ήταν κοινό με αυτό της μάζας των αγροτών, των μικρών επαγγελματιών και της εργατικής φτωχολογιάς, σε ένα «μέτωπο κατά της εξάρτησης και της καταστροφής».

Πολύ σύντομα ωστόσο η θεώρηση αυτή, ειδικά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και τη δημιουργία του ΚΚΕ Εσωτερικού (1968), διχάστηκε αφενός σε μια μετριασμένη εκδοχή της πάλης «ενάντια στην εξάρτηση από την ΕΕ» που εξέφραζε το ΚΚΕ (αλλά δημαγωγικά και το ΠΑΣΟΚ έως το 1981) και της «υπεράσπισης της ευρωπαϊκής προοπτικής» που ρητά έθετε το ΚΚΕ Εσωτερικού ως προϋπόθεση «εκσυγχρονισμού» της χώρας. Με τη σταδιακή διολίσθηση του ΚΚΕ από τη θέση για έξοδο στην «πάλη ενάντια στις συνέπειες και βλέπουμε», αλλά και την καταιγιστική ηγεμονία του ευρωπαϊσμού από το όλο και περισσότερο ενοποιημένο αστικό πολιτικό κόσμο που εισήγαγε εντός της αριστεράς κυρίως η λεγόμενη «ανανεωτική πτέρυγα», οι διαφορές αυτές έγιναν σχεδόν αόρατες με αποτέλεσμα την ίδρυση το 1989 του Συνασπισμού με σύγκλιση ΚΚΕ-ΕΑΡ (διάδοχος του ΚΚΕ εσ.).

Όταν ο «ευρωπαϊσμός» αποδεικνύεται ο Δούρειος Ίππος για ρεύματα της αριστεράς

Είναι υποκριτικό για μια αριστερή δύναμη να είναι κατά της «απελευθέρωσης»-εμπορευματοποίησης κοινωνικών αγαθών και των ιδιωτικοποιήσεων, κατά της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και να μην προβάλλει ως άμεσο πολιτικό στόχο την αποδέσμευση από την ΕΕ, που είναι συλλογικός οργανωτής και δύναμη επιβολής όλων αυτών.

Είναι υποκριτικό να ζητάει απεμπλοκή της Ελλάδας από τον πόλεμο στην Ουκρανία ή να δηλώνει αλληλέγγυα στον Παλαιστινιακό λαό και ταυτόχρονα να θεωρεί την θέση της χώρας στην ΕΕ ανεπίκαιρο ζήτημα, όταν είναι η ΕΕ (αυτοτελώς ή και με το άλλο της κοστούμι της ως ΝΑΤΟ), που συμμετέχει και στους δύο αυτούς πολέμους.

Είναι υποκριτικό να σηκώνει μια αριστερή δύναμη αντιφασιστικές σημαίες και να μη βλέπει ότι η ΕΕ ταυτίζοντας τον φασισμό με τον κομμουνισμό, ξεπλένει ακριβώς το φασισμό.

Γενικότερα, δε νοείται επανάσταση και πορεία προς το σοσιαλισμό/κομμουνισμό εντός της ΕΕ που είναι βασικός εγγυητής των συμφερόντων του κεφαλαίου στην Ευρώπη, παρά μόνο μέσα από την διάλυσή της και την προοπτική μιας εργατικής διεθνιστικής ενοποίησης.

Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία των δυνάμεων με αναφορά στην αριστερά σε Ελλάδα και Ευρώπη αποδέχονται στην πράξη και συχνά και στα λόγια την ΕΕ ή υποτιμούν τραγικά την πάλη εναντίον της.

Ορισμένες από αυτές υιοθετούν το επιχείρημα ότι η ΕΕ αποτελεί αντίβαρο στις αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και στους εθνικισμούς τους. Η οικονομική και πολιτική ενοποίηση, υποτίθεται, καθιστά απαρχαιωμένους ανταγωνισμούς και συνοριακές διαφορές που είχαν ματοκυλίσει την ήπειρο για αιώνες με αποκορύφωμα τους δύο παγκόσμιους πολέμους.

Η στάση απέναντι στην ΕΕ, «λυδία λίθος» για την επαναστατική κομμουνιστική αριστερά

Η ζωή έχει δείξει το αντίθετο. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση αναβαθμίζει τους αστικούς ανταγωνισμούς από το «τοπικό» επίπεδο και τις συνοριακές διαφορές σε παγκόσμιες συγκρούσεις, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές -τελικά- για την ηγεμονία/κυριαρχία στο παγκόσμιο σύστημα. Οι παραδοσιακοί ανταγωνισμοί εντός της Ευρώπης αντικαταστάθηκαν με την συμμετοχή της ΕΕ στο «δυτικό» καπιταλιστικό μπλοκ, την εμπλοκή της στον πόλεμο στην Ουκρανία και στη σφαγή στην Παλαιστίνη, και μέσω του ΝΑΤΟ αλλά και με σχεδιασμένη κατεύθυνση στρατιωτικοποίησης της ίδιας της ΕΕ.

Διαμορφώνεται έτσι ένας «μεγάλος» ευρωπαϊκός εθνικισμός που συμπεριλαμβάνει αλλά και υπερβαίνει τους «μικρούς», με συστατικά στοιχεία την ισχυροποίηση της ΕΕ πολιτικά και στρατιωτικά, την πολεμική αναβάθμισή της και την πιο ενεργή συμμετοχή της στο «Δυτικό» μπλοκ, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ισλαμοφοβία και Ρωσοφοβία.

Άλλες αριστερές δυνάμεις αρνούνται να συγκρουστούν με την ΕΕ, στο όνομα της αντίθεσης στον ακροδεξιό «ευρωσκεπτικισμό» και για να μην ταυτιστούν μαζί του.
Είναι αλήθεια ότι η ακροδεξιά προσπαθεί να καρπωθεί το πλατύ λαϊκό ρεύμα δυσαρέσκειας ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, τις επιπτώσεις που έχουν στην εργατική τάξη, στα φτωχά λαϊκά στρώματα και στους αγρότες. Όμως η «αντίθεσή» της γίνεται από τη σκοπιά της εθνικής διαπραγμάτευσης της αστικής τάξης σε κάθε χώρα όπου δρα.

Επομένως η πολιτική της είναι βαθιά αντεργατική, εθνικιστική και ρατσιστική, ενώ φροντίζει να προσαρμόζεται ανάλογα ώστε να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας είτε και αυτοδύναμα. Τότε, απορρίπτει κάθε ιδέα σύγκρουσης με την ΕΕ (Μελόνι στην Ιταλία και Λεπέν στη Γαλλία).

Αντίθετα, η αντιπαράθεση της αριστεράς με την ΕΕ πρέπει να γίνεται από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Με προοπτική την εξουσία της εργατικής τάξης σε μια νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική διεθνοποίηση. Η αποδοχή του ευρωμονόδρομου από την αριστερά αντί να περιορίζει την ακροδεξιά, την αφήνει να εκφράζει αυτή τη δυσαρέσκεια κατά της ΕΕ στο πλαίσιο ενός κάλπικου «αντισυστημισμού», εκτρέποντάς την προς εθνικιστική κατεύθυνση (χαρακτηριστικό παράδειγμα το Brexit).

Τέλος, σε άλλα ρεύματα της αριστεράς, η ΕΕ αυτοπαρουσιάζεται -στο πλαίσιο της ευρύτερης «Δύσης»- ως ο κόσμος της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της «συμπερίληψης» και των «ατομικών δικαιωμάτων». Ανακαλύπτεται έτσι ένα ακόμα πρόσχημα για την υποταγή τους στην ΕΕ, στο όνομα του διαφωτισμού, της ανεξιθρησκίας, της προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Ωστόσο, η τυπική ισότητα απέναντι στο νόμο, οι τυπικοί δημοκρατικοί κανόνες και θεσμοί, η τυπική κατοχύρωση του ενός ή του άλλου ατομικού δικαιώματος, η τυπική ελευθερία του συνέρχεσθαι, με δυσκολία αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση• αυτήν της βάναυσης καταπάτησης ακόμα και των ίδιων των συνταγματικών κανόνων, της περιφρόνησης των δημοψηφισμάτων, του αυταρχισμού και της καταστολής, της απαγόρευσης των διαδηλώσεων υπέρ της Παλαιστίνης (Γαλλία), της εθνοθρησκευτικής καταπίεσης μειονοτήτων και μεταναστών, της περικοπής ή και κατάργησης κοινωνικών δικαιωμάτων που συνθλίβουν την εργαζόμενη πλειονότητα -και ακόμα περισσότερο τις γυναίκες, τη νεολαία, τις μειονότητες.

Καθώς οι εξελίξεις καταδεικνύουν την ταχεία εξέλιξη του αντεργατικού, πολεμικού, αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της ΕΕ, ο «φιλοευρωπαϊσμός» των αστικών κομμάτων, αλλά και της λεγόμενης «ευρωπαϊκής αριστεράς», μπαίνει σε κρίση.

Στο πλαίσιο αυτό, σε ό,τι αφορά το συντηρητικό χώρο έχουμε ενίσχυση ή και προβάδισμα της ακροδεξιάς, που επιχειρεί να περισώσει το «ευρωπαϊκό ιδεώδες», με επιδερμική τροποποίησή του η οποία υπόσχεται «μεγαλύτερη εθνική διαπραγμάτευση» και μετάβαση στην «Ευρώπη των Εθνών».

Στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς, αναπτύσσονται δειλά κάποιες κριτικές όχι ως προς το συνολικό χαρακτήρα της ΕΕ, αλλά ως προς τις «συνέπειες» των πολιτικών της, διεκδικώντας κάποιες διορθώσεις, είτε προς «περισσότερο πολιτική ενοποίηση με όρους δικαιοσύνης και όχι μόνο οικονομική» (πχ ΜέΡΑ25), είτε με «περισσότερη εθνική διεκδίκηση» και στόχους που αφορούν «εξαιρέσεις» σε διάφορα πεδία (πχ. Μελανσόν στη Γαλλία, Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία) ή το ζήτημα του νομίσματος αποσπασμένα από τα υπόλοιπα θέματα (ΛΑΕ παλιότερα).

Πρακτικά στην Ελλάδα, ΣΥΡΙΖΑ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά και ΜέΡΑ25, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιμένουν να στηρίζουν μια κάποια καλύτερη Ευρωπαϊκή Ένωση, με διάφορους αστερίσκους σε υποσημειώσεις.

Το ΚΚΕ τοποθετείται ενάντια στην ΕΕ, ωστόσο στην πράξη όχι μόνο δε θέτει ως άμεσο πολιτικό στόχο την έξοδο από αυτήν, αλλά κινδυνολογεί για τους «κινδύνους που αυτή θα έχει σήμερα», συντασσόμενο σε κρίσιμες καμπές με την κυρίαρχη πολιτική (Δημοψήφισμα 2015).

Η στάση απέναντι στην ΕΕ, «λυδία λίθος» για την επαναστατική κομμουνιστική αριστερά

Η αποδοχή ή οι ταλαντεύσεις απέναντι στην ΕΕ δεν εκφράζουν τίποτα άλλο εκτός από τη γενικότερη, κυρίαρχη στην αριστερά, τάση συμβιβασμού με τους πυλώνες της αστικής πολιτικής. Αυτός ο συμβιβασμός γίνεται στο όνομα των αγώνων για την επίλυση των «άμεσων προβλημάτων» και την ικανοποίηση των πιο «επειγουσών κοινωνικών αναγκών» ή έστω την «ανακούφιση» των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Στο επίπεδο των πολιτικών προγραμμάτων εκφράζεται με μίνιμουμ πλαίσια στόχων -μικρής ή μεγάλης- βελτίωσης της ζωής της εργαζόμενης πλειονότητας, ενώ οι πολιτικές προϋποθέσεις για τέτοιες βελτιώσεις δεν τίθενται.

Αυτή η λογική συνεχίζει την αποσύνδεση ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική, όπου η «τακτική» αφορά αγώνες και προτάσεις που να είναι -ή να φαίνονται ότι είναι- εντός των πλαισίων του συστήματος, ενώ η συνολική ρήξη με τα θεμέλια της αστικής πολιτικής (ΕΕ, ΝΑΤΟ, καπιταλιστική κερδοφορία κ.λπ.) και η επανάσταση -όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν- ανήκουν στη «στρατηγική» και τις διακηρύξεις. Αυτή ακριβώς η λογική δοκιμάστηκε και κυριάρχησε την περίοδο 2010-2015, της απόρριψης των μνημονίων μόνο, κάτι που παρουσιαζόταν τότε εφικτό, ενώ η συνολική σύγκρουση με την ευρωζώνη, την ΕΕ και την αστική τάξη αφηνόταν για το μέλλον, «δεν ήταν της ώρας». Αυτή η λογική οδήγησε στον αφοπλισμό και τελικά στην ήττα του μεγαλειώδους λαϊκού κινήματος.

Η θέση για απειθαρχία-σύγκρουση-έξοδο από την ΕΕ συνδέει την ανάγκη της συσπείρωσης μαχόμενων δυνάμεων που γεννιούνται μέσα στην συνειδητοποίηση των τραγικών επιπτώσεων του σφαγείου της ΕΕ, με την κομμουνιστική διεθνιστική προοπτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ο διεθνιστικός στόχος της διάλυσης της ΕΕ του κεφαλαίου, του αυταρχισμού, του ρατσισμού και του πολέμου -για μια άλλη διεθνοποίηση αλληλεγγύης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση- περνάει σήμερα από την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση κάθε χώρας.

Η ΕΕ συνιστά το «Γενικό Επιτελείο» σε οικονομικό, θεσμικό/πολιτειακό και στρατιωτικό επίπεδο των αστικών τάξεων και κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Ειδικότερα για την Ελλάδα, την ένταξη και παραμονή στην ΕΕ, την έχει ανάγκη μόνο η αστική τάξη και όχι η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.

Η υπεράσπιση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και πολύ περισσότερο μια αντικαπιταλιστική επαναστατική τομή στην Ελλάδα είναι αδύνατη χωρίς το κόψιμο του «ομφάλιου λώρου» που συνδέει την αστική τάξη στην Ελλάδα με το στρατηγείο της ΕΕ, δηλαδή την έξοδο από αυτήν. Από την άλλη, η διάλυση της ΕΕ, είναι αναγκαίος όρος για μια σοσιαλιστική-κομμουνιστική διεθνοποίηση της Ευρώπης. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να υπάρξει φαντασιακά ως μια «ταυτόχρονη» διάλυση (αδύνατη για λόγους πολιτικής, οικονομικής ανισομετρίας), αλλά μέσα από την ήττα της αστικής στρατηγικής σε κάθε χώρα, που για την Ελλάδα και άλλες χώρες της δεύτερης και τρίτης ταχύτητας, σημαίνει -μεταξύ των άλλων- έξοδος από αυτήν.

«Με την έξοδο από την ΕΕ, πιο κοντά με τους λαούς της Ευρώπης, όλο και πιο μακριά από τους δυνάστες μας που μας σέρνουν σε πόλεμο και κοινωνική καταστροφή»

Για το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, η έξοδος από την ΕΕ είναι αναγκαία αφετηρία για την εργατική εξουσία, την πορεία προς την σοσιαλιστική – κομμουνιστική προοπτική, αλλά και για την άμεση ανάσχεση της επιδείνωσης της θέσης της εργατικής τάξης, των φτωχών αγροτών και άλλων λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα.

Στόχος μας με την έξοδο, δεν είναι «να σωθεί η χώρα» γενικά. Ούτε να καταστούν «εξαγώγιμα» τα προϊόντα καπιταλιστικών επιχειρήσεων με κινεζικούς μισθούς. Ο λαός δικαιούται να ζήσει καλύτερα. Μια ζωή με δικαιώματα, με αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και με πραγματική δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αυξηθούν οι μισθοί.

Σημαίνει άμεση αναίρεση και ανατροπή του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή εθνικοποίηση όλων των στρατηγικών κλάδων και επιχειρήσεων. Απαιτείται ριζική ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου, με χτύπημα του μεγάλου κεφαλαίου και κλονισμό της κυριαρχίας του.

Η όξυνση της ταξικής πάλης θα κορυφωθεί σε ενδεχόμενη αποχώρηση από την ΕΕ. Ο ανασχεδιασμός της παραγωγικής διάρθρωσης και του προσανατολισμού της οικονομίας με κριτήριο τις κοινωνικές ανάγκες, με εθνικοποίηση των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και στους τρεις τομείς της οικονομίας (αγροτική παραγωγή, βιομηχανία, υπηρεσίες) και επιβολή εργατικού ελέγχου με προοπτική την πλήρη κοινωνικοποίησή τους, είναι η κατεύθυνση που συμφέρει την κοινωνική πλειοψηφία και έχει το δικαίωμα να την επιβάλει. Αυτό μπορεί να επιβληθεί από γενικευμένο, αποφασιστικό, κοινωνικό και πολιτικό αγώνα που θα στοχεύει πολιτικά αστικές κυβερνήσεις, κεφάλαιο και ΕΕ και στο σύνολό του από μια άλλη εξουσία, την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Μια ανατροπή αυτού του τύπου στην Ελλάδα, μπορεί να πυροδοτήσει ανατροπές και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και να δημιουργήσει τελικά πολιτικές προϋποθέσεις για μια σοσιαλιστική κομμουνιστική διεθνοποίηση. Μια πραγματικά ελεύθερη Ευρώπη, απαλλαγμένη από τους εθνικισμούς, τον πόλεμο και τον θρησκευτικό φανατισμό μπορεί να είναι μόνο η Ευρώπη που καταργεί την ανισοτιμία και τους ανταγωνισμούς των λαών. Μια Ευρώπη που υψώνεται πάνω από την βάση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό είναι το δικό μας όραμα για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο.

Στο ψευτοδίλημμα: «ΕΕ ή εθνική απομόνωση και αναδίπλωση;» που είναι η μόνιμη επωδός προπαγανδιστική μυθολογία των αστικών κυβερνήσεων και κομμάτων, απαντάμε:

«Με την έξοδο από την ΕΕ, πιο κοντά με τους λαούς της Ευρώπης, όλο και πιο μακριά από τους δυνάστες μας που μας σέρνουν σε πόλεμο και κοινωνική καταστροφή».

 Πηγή: Παντιέρα

Βιολογία, ΚΚΕ και Επανάσταση

2 Φεβρουαρίου, 2024 Σχολιάστε
Αλλά και σε άλλα ζητήματα και μέτωπα, οι αντικειμενικές συνθήκες, η «ωρίμανσή» τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για το ΚΚΕ. Το υποκείμενο ως παράγοντας αποφασιστικής παρέμβασης, αλλαγής, ανατροπής, υποβαθμίζεται. Πάντα «είναι ανέτοιμο», «ανώριμο», «δεν έχει τις προϋποθέσεις» ακόμα και σε κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης. Οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί αντιμετωπίζονται εν πολλοίς ακίνητοι και αμετάβλητοι, μια φωτογραφία στο αρνητικό της, και έτσι τελικά αυτό που απομένει είναι το μέτρο της «κομματικής» συσπείρωσης και ποσότητας. Όμως «οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις συνθήκες όσο οι συνθήκες διαμορφώνουν τους ανθρώπους».*

Γράφει ο Μιχάλης Ρίζος

Η σχέση βιολογικού-κοινωνικού είναι αντικείμενο φιλοσοφικής, οντολογικής και πολιτικής διαπάλης εδώ και αιώνες. Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται με ιδιαίτερη ένταση και με διάφορες αφορμές (γάμος ομόφυλων ζευγαριών, παρένθετη κύηση, εμβόλια και πανδημία κλπ) δημιουργώντας αρκετές προκλήσεις και τριβές στα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα.

Εδώ θα κάνουμε μόνο μια μικρή αναφορά:

1) Ο άνθρωπος είναι και βιολογικό και κοινωνικό ον. Σε ενότητα και αντίθεση διαλεκτική ανάμεσα στη «διπλή φύση» του. Η κοινωνική του φύση, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, προέρχεται από την ικανότητα για παραγωγή-εργασία, συνειδητή δημιουργία με σχέδιο και σκοπό, που ωριμάζει μέσα από την ιστορική και διαρκώς κλιμακούμενη αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, και είναι εκείνη που διακρίνει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα έμβια όντα.

2) Η κοινωνική ωρίμανση του ανθρώπου είναι μια δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη διαδικασία που επηρεάζει και τη βιολογία του, επεμβαίνοντας στον οργανισμό του μέσα από την κατάκτηση και εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων. Μετασχηματίζει επομένως τη βάση από την οποία προέκυψε, την «πρώτη του φύση», υπερβαίνοντας ως ένα βαθμό και τα σχετικά όρια που αυτή θέτει.

3) Φυσικά, η κοινωνική εξέλιξη και οι κατευθύνσεις της προσκρούουν στα ταξικά όρια που θέτουν οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός, και που έχουν ως αποτέλεσμα να στρεβλώνουν τη σχέση κοινωνικού-βιολογικού, ατόμου-κοινωνίας, επιστήμης-εφαρμογής της, σε βάρος της εργατικής τάξης. Ακόμα και μεγάλες κατακτήσεις της σύγχρονης επιστήμης όπως πχ στον τομέα της τεκνοποίησης (υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, παρένθετη κύηση), έχουν μετατραπεί σε γενικευμένη εμπορευματική διαδικασία.

4) Η μεταφυσική, δογματική και όχι διαλεκτική προσέγγιση της σχέσης βιολογικού-κοινωνικού συνεπάγεται απολυτότητες υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, κάποιες φορές με επικίνδυνες πολιτικές συνέπειες, που επανέρχονται στη σύγχρονη αντιπαράθεση. Είναι γνωστό ότι βασικό ιδεολογικό πυλώνα του ναζισμού αποτέλεσε η τερατώδης θεωρία περί βιολογικής ανωτερότητας της άριας φυλής που θα έπρεπε να εφαρμοστεί στο κοινωνικό πεδίο, για επιστροφή στις ρίζες της φυλετικής καθαρότητας. Το γεγονός ότι η κοινωνία και ο πολιτισμός διαμορφώθηκαν από τα (ιδιαίτερα) βιολογικά χαρακτηριστικά του προϊστορικού ανθρώπου, μπορεί να οδηγήσει στο ψευδές συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ανάγονται στους βιολογικούς (και άρα γενετικούς) προσδιορισμούς του (βιολογικός αναγωγισμός).

Από την άλλη, η εντυπωσιακή διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης που αναπτύσσει φαινόμενα μοναδικά, που δεν υπάρχουν στην κοινωνική ζωή κανενός άλλου βιολογικού είδους, δίνει την ψευδαίσθηση πως ο πολιτισμός έχει μετασχηματίσει πλήρως την ανθρώπινη φύση, την έχει μηχανοποιήσει, και πως τελικά δεν έχει μείνει τίποτε το βιολογικό στο σύγχρονο άνθρωπο. Έχει γίνει ένα smart human being απόλυτα κοινωνικά καθορισμένο (κοινωνιολογικός αναγωγισμός). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, τα πάντα είναι «κοινωνικές κατασκευές» (και κατά βάση προϊόντα υποκειμενισμού) μη υπαγόμενα σε αντικειμενικές τάσεις – νόμους κίνησης. Ο διαλεκτικός υλισμός καταργείται και τη θέση του παίρνει ο πραγματισμός.

5) Τόσο ο «βιολογικός» όσο και ο «κοινωνικός» αναγωγισμός ακριβώς επειδή εξετάζουν τα φαινόμενα απλοποιητικά και μηχανιστικά, δεν κατανοούν την έννοια της ανώτερης ποιοτικής σύνθεσης ως διαλεκτικό προϊόν μιας αντιφατικής διαδικασίας, που «είναι και δεν είναι», «μοιάζει και δεν μοιάζει» με το αρχικό δημιούργημα από το οποίο προέρχεται. Θεωρούν π.χ. ότι οι κοινωνίες είναι απλές προεκτάσεις της βιολογίας των ανθρώπων, δηλαδή της φυσιολογίας των οργάνων τους, δηλαδή των κυττάρων τους, δηλαδή του DNA τους, άρα και των γονιδίων τους. Κατ’ αυτούς τα παντοδύναμα γονίδια καθορίζουν τις κοινωνικές διαδικασίες και την κοινωνική μας θέση, είναι η μοίρα μας, το κατά πώς είμαστε πλασμένοι, το πιστοποιητικό αξιολόγησής μας (από εδώ προκύπτει π.χ. η άρνηση στο RNA εμβόλιο που θα διαταράξει την προαιώνια φύση μας). Έτσι η ευγονική μπαίνει κανονικά από το παράθυρο για τους νεογιάπηδες πραγματιστές (βλέπε απαράδεκτη θέση του νυν προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για την κατά παραγγελία τεκνοποίηση), η θρησκεία, ο ιδεαλισμός και ο ανορθολογισμός από την πόρτα για τους φτωχούς.

6) Η ανθρώπινη φύση δεν είναι μόνο βιολογία και γονίδια (ευτυχώς!). Η τελευταία προσφέρει καθορισμένες δυνατότητες σε συγκεκριμένη φάση της οντολογικής εξέλιξης, αναγκαίες για να αποκτήσει ο άνθρωπος και την «κοινωνική» του φύση, απαραίτητες για μια ανώτερη κοινωνική οργάνωση. Ταυτόχρονα οι δυνατότητες αυτές τροποποιούνται από την κοινωνική παρέμβαση, και εξαιτίας της, ώστε τελικά η φύση του ανθρώπου να είναι διαδικασία μεταβαλλόμενη και όχι γραμμικά καθορισμένη. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άβουλο ον, μια προγραμματισμένη μηχανή που δρα με βάση κάποιους κωδικούς. Δεν προσαρμόζεται μόνο στο περιβάλλον αλλά αντεπιδρά, επιχειρεί να το αλλάξει.

7) Για τη θεωρία του κοινωνιολογικού αναγωγισμού, ο αποφασιστικός (για άλλους ο μοναδικός) παράγοντας που διαμορφώνει τον άνθρωπο είναι οι κοινωνικές επιδράσεις, η κοινωνική πραγματικότητα, γι’ αυτό και η μελέτη της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να γίνει μόνο με όρους κοινωνιολογίας. Ο άνθρωπος γεννιέται tabula rasa, δίχως καμία ιδιαιτερότητα ως προς τη βιολογία του και είναι έτοιμος να δεχθεί με πανομοιότυπο τρόπο τα «αποτυπώματα» του κοινωνικού περιβάλλοντος, το είδος του οποίου είναι και το μόνο που θα καθορίσει, σε τελευταία ανάλυση, το χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Όμως ο άνθρωπος ως από την φύση του έλλογο και κοινωνικό ον είναι ήδη μια ενότητα της βιολογικής του ύπαρξης και της διαδικασίας αλληλεπίδρασης με τον κόσμο, που τον «εξανθρώπισε» και τον ξεχώρισε από το ζωικό βασίλειο, είναι ήδη μια ενότητα «βιολογικού-κοινωνικού».

Η επαναστατική, κομμουνιστική αριστερά στέκεται απέναντι και στον βιολογικό και στον κοινωνικό αναγωγισμό. Και οι δύο αποτελούν αστική μέθοδο σκέψης

8) Ο άνθρωπος δεν ανάγεται στη βιολογική του ολότητα ούτε όμως το βιολογικό στοιχείο εξαφανίζεται. Σύμφωνα με το σύντροφο Ευτύχη Μπιτσάκη (2003), «η κοινωνική φύση του ανθρώπου προϋποθέτει τη φυσική και τη βιολογική του ιδιαιτερότητα, και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει».

9) Με βάση τις παραπάνω τοποθετήσεις, θεμελιώδεις για τον διαλεκτικό υλισμό, είναι ιδιαίτερα προβληματική η θέση του ΚΚΕ για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών, όπως έγινε γνωστή σε πρόσφατη απόφαση της ΚΕ του, 26/1/2024.

Παραθέτουμε τη σύνοψή της: «Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, γιατί κατοχυρώνει γονεϊκότητα σε άτομα του ίδιου φύλου, οδηγεί στον αποκλεισμό είτε της μητρότητας, είτε της πατρότητας. Θεσμοθετεί τη διπλή γονική μητρότητα ή τη διπλή γονική πατρότητα αντίστοιχα. Η έννοια της διπλής ομόφυλης γονεϊκότητας στην ουσία αποκόπτει την έννοια της γονικής ευθύνης από την αντικειμενική κοινωνική και βιολογική βάση της».

Δηλαδή το ΚΚΕ υποστηρίζει όχι μόνο την αντικειμενική, αυστηρά βιολογική ύπαρξη των φύλων αλλά και την αντικειμενική έννοια της «μητρότητας» και της «πατρότητας». Αυτές όμως είναι συνδεδεμένες με τη μορφή που ο οικογενειακός δεσμός παίρνει σε κάθε κοινωνία. Διότι ξέρουμε ότι υπήρχαν κοινωνίες που ο «πατέρας» δεν υπήρχε (όχι με την έννοια του αντρικού φύλου γενικά, αλλά με την έννοια του κοινωνικού ρόλου στην ανατροφή του παιδιού) και τα παιδιά τα μεγάλωνε η κοινότητα. Και ότι «μητρότητα» και «πατρότητα» σαν αποκλειστική ιδιότητα δύο ακριβώς προσδιορισμένων βιολογικά ατόμων δεν είναι παρά η θεωρητική ένδυση των σημερινών οικογενειακών σχέσεων, που έχουν μπει σε κρίση. Το ΚΚΕ θεωρεί ότι «η αμφίπλευρη σχέση μητρότητας – πατρότητας προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα – γυναίκας στη διαδικασία τεκνοποίησης».

Ταυτίζει δηλαδή τη γονεϊκή σχέση και ευθύνη με τη βιολογική σχέση της τεκνοποίησης. Κι αυτό τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες ή έχουν υιοθετηθεί και μεγαλώνουν με τους μη βιολογικούς τους γονείς και επομένως ακόμα και αν έχουν σχέση «πατρότητας-μητρότητας» δεν έχουν καμία σχέση με την διαδικασία της τεκνοποίησης! Η θέση αυτή είναι απαράδεκτη, οπισθοδρομική και αντιδιαλεκτική. Αν ήταν η γονική ευθύνη να είναι απόρροια της βιολογικής σχέσης θα ήταν όλα τα παιδιά ευτυχισμένα.

10) Επιπλέον, η περιφρονητική αναφορά της θέσης του ΚΚΕ περί «γονέα 1 και γονέα 2», η υπεράσπιση της «μητρότητας» και «πατρότητας», οι συχνές αναλύσεις υπέρ της αξίας της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας, οι υπογραμμίσεις του για τη βιολογία και τις «αντικειμενικές συνθήκες» αποτελούν εκδηλώσεις μιας βαθύτερης και πιο στρατηγικής πολιτικοθεωρητικής προσέγγισης. Στο δίπολο βιολογία-κοινωνική φύση του ανθρώπου τοποθετείται υπέρ της πρώτης, με την έννοια μιας αντικειμενικής κατάστασης που το κοινωνικό υποκείμενο σε μικρό βαθμό μπορεί να επηρεάσει.

11) Η γονική ευθύνη είναι ζήτημα βαθιά κοινωνικό. Η σημερινή οικογένεια είναι σε βαθιά κρίση παρότι κυριαρχεί η σχέση «πατρότητας-μητρότητας» γιατί από την μια οι γυναίκες παλεύουν, και σωστά, για τη χειραφέτησή τους από το κυρίαρχο μοντέλο των έμφυλων ρόλων και από την άλλη γιατί η σύγχρονη καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ο σφετερισμός του ελεύθερου χρόνου, οι ανταγωνιστικές και αλλοτριωτικές σχέσεις που εισβάλλουν παντού διαλύουν τους κοινωνικούς δεσμούς.

12) Όλο το ζήτημα για τους κομμουνιστές είναι να «απελευθερωθούν» οι ανθρώπινες σχέσεις από τα δεσμά του οικονομικού καταναγκασμού και τις προλήψεις, και να αποκτήσουν το πλήρες κοινωνικό δηλαδή ανθρώπινο περιεχόμενό τους (που ολοκληρωμένα μπορεί να γίνει στην κομμουνιστική κοινωνία) και όχι να γυρνάνε σε συντηρητικές θέσεις όπως «η διαφωνία του ΚΚΕ στην τροποποίηση του Σύμφωνου Συμβίωσης και ιδιαίτερα στην επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια απορρέει από το χαρακτήρα και την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, από το ρόλο της στην αναπαραγωγή του είδους. Στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών αντικειμενικά το παιδί –από τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του– αποκτά παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης των δύο φύλων, η οποία είναι απαραίτητο συστατικό για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξή του», να υιοθετούν δηλ. αντεπιστημονικές απόψεις που παρουσιάζουν την ομοφυλοφιλία περίπου σαν ασθένεια.

Πραγματικά αν ισχύουν όλα αυτά, πώς εξηγείται το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ομοφυλόφιλων ατόμων είναι παιδιά ετερόφυλων οικογενειών; Δεν λειτούργησε σε αυτά το «απαραίτητο συστατικό»;

13) Αλλά και σε άλλα ζητήματα και μέτωπα, οι αντικειμενικές συνθήκες, η «ωρίμανσή» τους παίζουν καθοριστικό ρόλο για το ΚΚΕ. Το υποκείμενο ως παράγοντας αποφασιστικής παρέμβασης, αλλαγής, ανατροπής, υποβαθμίζεται. Πάντα «είναι ανέτοιμο», «ανώριμο», «δεν έχει τις προϋποθέσεις» ακόμα και σε κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης. Οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί αντιμετωπίζονται εν πολλοίς ακίνητοι και αμετάβλητοι, μια φωτογραφία στο αρνητικό της, και έτσι τελικά αυτό που απομένει είναι το μέτρο της «κομματικής» συσπείρωσης και ποσότητας. Όμως «οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις συνθήκες όσο οι συνθήκες διαμορφώνουν τους ανθρώπους».*

14) Η επαναστατική, κομμουνιστική αριστερά στέκεται απέναντι και στον βιολογικό και στον κοινωνικό αναγωγισμό. Και οι δύο αποτελούν αστική μέθοδο σκέψης. Αντιμετωπίζει τη βιολογία ως δυνατότητα επίδρασης στην κοινωνική οργάνωση και όχι ως προκαθορισμένο σχέδιο τυποποιημένης δράσης. Αναγνωρίζει ότι οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες και ο καπιταλισμός με την ταξική τους διαίρεση στρεβλώνουν εμπορευματικά την κοινωνική δράση των ανθρώπων για τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους. Ότι ο όποιος δικαιωματισμός των αστικών κυβερνήσεων και η όποια κάλυψη των κοινωνικών αναγκών γίνεται υποκριτικά, περιορισμένα, παροδικά και πάντα με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, την καθολική υπαγωγή των ανθρώπινων σχέσεων, της συμβίωσης, της οικογένειας, της ανατροφής παιδιών, της επιστήμης και της βιολογίας στο κεφάλαιο.

Ωστόσο, είναι επίσης εξαιρετικά υποκριτικό να μην προωθείς τη μαζική πάλη για την κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών στο όνομα του ότι ο καπιταλισμός είναι εκμεταλλευτική κοινωνία ή πολύ περισσότερο να ταυτίζεις αυτή την πάλη με τον αστικό δικαιωματισμό. Η ίδια η καπιταλιστική κοινωνία γεννάει αντικειμενικά τις τάσεις εκείνες που θα την ανατρέψουν, όχι όμως προτυποποιημένα, νομοτελειακά και εσχατολογικά αλλά με την υποκειμενική δράση των οργανωμένων τάσεων χειραφέτησης της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα και διεθνώς. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν αφορά μια παθητική αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου και της αντικειμενικότητάς του στο υποκείμενο αλλά μια ανώτερη διαδικασία σύνθεσης, ενεργοποίησης και αντενέργειας του υποκειμένου σε αυτόν για να τον αλλάξει. Τα αντικειμενικά δεδομένα έχουν τεθεί, από το υποκείμενο εξαρτάται …το μέλλον του κόσμου μας, η βαρβαρότητα ή η απελευθέρωση.

………………………………………………………………………………………………………………………………………..

* ΜΑΡΞ 1η ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΪΕΡΜΠΑΧ

Η κυριότερη ατέλεια όλου του υλισμού ως τώρα – βάζοντας μαζί και το φοϊερμπαχικό – είναι πως το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, γίνεται αντιληπτός μόνο με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης παράστασης (Anschauung), όχι όμως σαν ανθρώπινη υλική δραστηριότητα ή σαν πράξη, όχι υποκειμενικά. Γι’ αυτό συνέβηκε ώστε η ενεργητική πλευρά, σε αντίθεση με τον υλισμό, να έχει αναπτυχθεί από τον ιδεαλισμό -μα μόνο αφηρημένα, γιατί βέβαια ο ιδεαλισμός δεν γνωρίζει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα σαν τέτοια. Ο Φόιερμπαχ θέλει υλικά, διαφοροποιημένα από τα ιδεατά, αντικείμενα, μα δεν αντιλαμβάνεται την ίδια την ανθρώπινη δραστηριότητα σαν δραστηριότητα πάνω σε αντικείμενα. Κατά συνέπεια, στην Ουσία του Χριστιανισμού βλέπει τη θεωρητική στάση σαν τη μοναδική γνήσια ανθρώπινη, ενώ την πράξη την αντιλαμβάνεται με τη βρόμικη-εβραϊκή της μορφή εκδήλωσης. Δεν καταλαβαίνει, κατά συνέπεια, τη σημασία της «επαναστατικής», της «πρακτικο-κριτικής» δράσης.

Δημοσιεύτηκε στην Παντιέρα

Διαζύγιο Μητσοτάκη και δικαιωμάτων

21 Ιανουαρίου, 2024 Σχολιάστε

Ως μέγα εκσυγχρονιστή και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εμφανίζουν τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ τον Κυριάκο Μητσοτάκη επειδή δρομολογεί το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια παρά τις αντιδράσεις της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματός του. Πώς μπορεί ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης να παρουσιάζεται ως «προοδευτικός», όταν το ελληνικό κράτος καταδικάζεται από το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για θανάσιμο πυροβολισμό Σύρου πρόσφυγα από λιμενικούς και η είδηση περνάει «στα ψιλά», ενώ οι ίδιες παράνομες πρακτικές συνεχίζονται απρόσκοπτα; Παράλληλα, στην Ελλάδα που ο Μητσοτάκης υπόσχεται ότι θα μετατρέψει σε «νέα Σιγκαπούρη», τα σύγχρονα δουλεμπορικά, νομικές φίρμες και γραφεία ενοικίασης εργαζομένων, ξεδιάντροπα βάζουν αγγελίες υποσχόμενα σε εργολάβους κατασκευαστικών εταιρειών «φθηνά εργατικά χέρια», δηλαδή εργάτες-σκλάβους από φτωχές χώρες. 

Σε συνοικίες της Αθήνας «ευτυχισμένοι δανειολήπτες» φιλάνε το χέρι του πρωθυπουργού μπροστά στις κάμερες, ενώ στην πραγματικότητα εκατοντάδες λαϊκές κατοικίες βρίσκονται απροστάτευτες στα νύχια των servicers και των funds.

Ακόμα και στις διεφθαρμένες μέχρι το μεδούλι Βρυξέλλες στηλιτεύεται το «κράτος δικαίου» στην Ελλάδα, όπου η μαφία αλωνίζει κι εκτελεί συμβόλαια θανάτου μέρα μεσημέρι, η ελευθερία του τύπου βρίσκεται υπό διωγμό, δημοσιογράφοι δολοφονούνται και παρακολουθούνται με παράνομα λογισμικά. 

Εκτός από έλλειμμα δημοκρατίας, ακόμα μεγαλύτερο είναι το κοινωνικό έλλειμμα, με την Ελλάδα να είναι πρωταθλήτρια στην ακρίβεια, αλλά ουραγός σε μισθούς, επιδόματα και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, το «κράτος δικαίου» του Μητσοτάκη ανοίγει κεφάλια φοιτητών που αγωνίζονται για δημόσια και δωρεάν παιδεία και ποινικοποιεί την αλληλεγγύη, καταδικάζοντας ή συνεχίζοντας τη δίωξη αγωνιστών που συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις κατά της αρπαγής πρώτης κατοικίας. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (20.1.24)

Ποιοι αν όχι εμείς, πότε αν όχι τώρα;

30 Δεκεμβρίου, 2023 Σχολιάστε
Γιώργος Παυλόπουλος

▸ Πολύ βαριά  η «κληρονομιά» που αφήνει το 2023 για τη συλλογική μας συνείδηση. Κακοί οιωνοί για το 2024, εκτός εάν…

Είναι πολλά αυτά που θα μείνουν βαθιά χαραγμένα στη συλλογική μας μνήμη από το 2023. Τόσο βαθιά και συνάμα τόσο επώδυνα ώστε κάνουν να φαίνονται ασήμαντες και πολύ «λίγες» οι μικρές, σύντομες, ατομικές στιγμές που μπορεί καθένας και καθεμία από εμάς να αισθάνθηκε διαφορετικά και όμορφα. Τα περισσότερα, δε, θα συνεχίσουν να μας κυνηγούν και να μας πληγώνουν και τη νέα χρονιά, μιας και τίποτα δεν προμηνύει ότι οι αιτίες του κακού θα πάψουν πια να είναι εδώ ή ότι ο κόσμος μας θα γίνει καλύτερος και πιο ανθρώπινος.

Είναι το αίμα των χιλιάδων νεκρών παιδιών της Γάζας, τα οποία δολοφονεί καθημερινά το κράτος-Ηρώδης του Ισραήλ, με τη στήριξη της «πολιτισμένης» Δύσης, που μοιάζει να επιδιώκει να ξεκληρίσει και να σβήσει από προσώπου γης τον λαό της Παλαιστίνης. Μαζί τους, οι σπαραχτικές κραυγές των συνομήλικών τους που μένουν δίχως γονιούς, σπίτι και μέρος για να προστατευτούν, των μανάδων που βλέπουν τα σπλάχνα τους θα θάβονται κάτω από τις μπότες των εισβολέων και κατακτητών, των πατεράδων και αδερφών που ξαφνικά δεν έχουν οικογένειες και ζωή. 

Είναι ο πόλεμος που μαίνεται στην Ουκρανία εδώ και πάνω από 22 μήνες, έχοντας κοστίσει ήδη τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, αφήνοντας ακόμη περισσότερους βαριά τραυματισμένους ή ανάπηρους και για πάντα τρομοκρατημένους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία νέους, που έγιναν –καθ’ ομολογία των ίδιων των διοικητών τους– κρέας για τα κανόνια σε ένα γεωπολιτικό και οικονομικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με τη Ρωσία του Πούτιν, με το βλέμμα στην Κίνα του Σι. Με κοινό σκοπό την ηγεμονία σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο σκληρός, κυνικός και απάνθρωπος όσο αλλάζει. 

Είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που συνεχίζουν να αναζητούν καραβάνια αυτοκτονίας και να διασχίζουν ζώνες θανάτου, συχνά πουλώντας όλα τα υπάρχοντά τους προκειμένου να πληρώσουν το ταξίδι της απέλπιδας ελπίδας. Για να καταλήξουν, οι περισσότεροι από όσους τα καταφέρουν, στα τείχη που έχουν χτιστεί και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχουν κατασκευαστεί με στόχο να προστατεύσουν τα «φρούρια» της Ευρώπης και της Αμερικής. 

Είναι ο πλανήτης που λιώνει βασανιστικά μέρα με τη μέρα, καθώς μετατρέπεται σε ένα απέραντο θερμοκήπιο. Καταδικασμένος να βλέπει τεράστιες εκτάσεις του να μετατρέπονται σταδιακά σε έρημες και ακατοίκητες ζώνες, την ίδια στιγμή που άλλες μένουν γυμνές απέναντι στα αρπακτικά, καθώς οι παγετώνες λιώνουν και αποκαλύπτουν τον επί χιλιετίες καλά φυλαγμένο πλούτο τους, τα οποία είναι έτοιμα να λεηλατήσουν. 

Είναι η άνευ προηγουμένου ακρίβεια και κερδοσκοπία, που κάνουν τους φτωχούς ακόμη φτωχότερους και τους πεινασμένους μελλοθάνατους, ενώ εξαϋλώνουν τους μισθούς στις 15 και 20 κάθε μήνα, βυθίζοντας σε απόγνωση εκατομμύρια λαϊκά νοικοκυριά. Που έχουν μετατρέψει σε είδος πολυτελείας για τους πολλούς ακόμη και τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που τους απομένει, αναγκάζοντάς τους να τον συνθλίβουν αγνοώντας τον πόνο — την ώρα που άλλοι, οι πολύ λίγοι, γεμίζουν ασταμάτητα τσέπες, θυρίδες και θησαυροφυλάκια, σε ένα αδιάκοπο πάρτι με τον δικό μας πλούτο. 

Είναι, εδώ στην Ελλάδα, το «γιατί» που πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την κοιλάδα των Τεμπών και από ολόκληρη τη χώρα, καθώς χάθηκαν τόσες ψυχές, επειδή κάποιοι επέλεξαν να είναι συνένοχοι σε ένα προμελετημένο έγκλημα και δεν πλήρωσαν γι’ αυτό. Αλλά και το «πώς θα τα βγάλω τώρα πέρα» που δεν φεύγει από τα χείλη όσων είδαν τις ζωές τους να καταστρέφονται είτε από τα ορμητικά νερά είτε από τις αχόρταγες φλόγες, επειδή οι ίδιοι συνήθεις ύποπτοι αποφάσισαν πως είναι πολύ ακριβό, αν όχι αχρείαστο, να τους προστατεύσουν. 

Είναι, στη γειτονική και δήθεν αντίπαλή μας Τουρκία, οι χιλιάδες άνθρωποι που είδαν τους δικούς τους να θάβονται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κάτω από τα ερείπια και το βιος τους να εξαφανίζεται. Αυτοί που πλήρωσαν πανάκριβα όχι τόσο τη μανία του Εγκέλαδου όσο ένα σύστημα εξουσίας και διαφθοράς που πλούτιζε επί δεκαετίες πουλώντας τους «σαπάκια», αρχικά με κεμαλικό και στη συνέχεια με ισλαμικό πρόσημο. 

Είναι αυτά και πολλά άλλα που δεν πρέπει και δεν μπορεί να μας αφήνουν να κοιμόμαστε ήσυχοι και ανάλαφροι. Που πρέπει να κάνουν τους –παραδοσιακούς και ψηφιακούς– καναπέδες να βγάζουν καρφιά. Που μας υποχρεώνουν να οργιζόμαστε, όταν οι ένοχοι τολμούν να μιλούν στο όνομα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων ή όταν αναδεικνύουν την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στην Ευρώπη. Όταν μας ρίχνουν λάσπη και γελούν ειρωνικά στα μούτρα μας, λέγοντάς μας ότι είμαστε ακίνδυνοι και ανίκανοι να τους απειλήσουμε. 

Μας θεωρούν ακίνδυνους και ανίκανους. Η παρτίδα μας,  όμως, δεν παίχτηκε ακόμη

Ε λοιπόν όχι, δεν θα υπακούσουμε! Δεν θα οδηγηθούμε μοιρολατρικά στις καρμανιόλες που στήνουν για εμάς, τους γονείς και τα παιδιά μας. Δεν θα βαδίσουμε τον δρόμο τους επειδή προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει άλλος ή να μας κλείσουν βίαια τα μάτια για να μην τον αναζητήσουμε. Δεν θα πάψουμε να είμαστε ανυπάκουοι, να τους βγάζουμε τη γλώσσα και να σηκώνουμε το δάχτυλο. 

Τούτος ο κόσμος μπορεί και πρέπει να ανατραπεί για να υπάρξει ζωή, διαφορετικά ο θάνατος –μαζί και των ονείρων μας– θα έρθει πιο γρήγορα και πιο βασανιστικά. Ο γέρικος και ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας, εκεί που έχει φανεί ότι σάπιζε, δεν θα ξανατονωθεί. Η νιότη του κομμουνισμού και η λαχτάρα για απελευθέρωση από τα δεσμά της εκμετάλλευσης μπορούν να τον θάψουν για πάντα, μετατρέποντάς τον σε λίπασμα για μια νέα ζωή. 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (30.12.23)

COP28: Γιατί ο καπιταλισμός δεν θα «σώσει» το κλίμα

30 Δεκεμβρίου, 2023 Σχολιάστε

Γιάννης Ελαφρός

Παρά τις αλλεπάλληλες συνόδους και τα προγράμματα, που τελικά έχουν στόχο την ανασυγκρότηση του συστήματος, ο καπιταλισμός δεν μπορεί και δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση. Πρώτο, γιατί στηρίζεται στην αδιάκοπη προσπάθεια επέκτασης, ολοένα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης. Δεύτερο, γιατί χαρακτηρίζεται από τον πιο αδυσώπητο ανταγωνισμό των κεφαλαίων, ειδικά στην εποχή μας.

COP28: Σύνοδος εταιρειών πετρελαίου και λόμπι ενέργειας

Ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σημείο συγκέντρωσης πλούτου μετά το Νταβός. Δεκάδες δισεκατομμυριούχοι, πολλοί εκ των οποίων έβγαλαν ρυπογόνα κέρδη, πήγαν με ενεργοβόρα ιδιωτικά τζετ. Ο λόγος για το COP28, τη φετινή Σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, που έγινε στο Ντουμπάι, με πρόεδρο τον σουλτάνο Αχμέντ Αλ Τζαμπέρ, υπουργό Βιομηχανίας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και διευθυντή της ADNOC, του 11ου μεγαλύτερου παραγωγού πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο. Περισσότερο έμοιαζε με σύναξη πετρελαιάδων (πάνω από 2.500), ενεργειακών λόμπι και επιχειρηματιών, παρά με σύνοδο για τη… σωτηρία του κλίματος.

Η τελική συμφωνία που ανακοινώθηκε την Τετάρτη το πρωί αποτελεί ένα μνημείο υποκρισίας και εθελοτυφλίας, που παρουσιάστηκε ως μερική επιτυχία και θετικός συμβιβασμός. Μέχρι να εμφανιστεί το απαράδεκτο προσχέδιο ανακοίνωσης της προεδρίας την Τρίτη η διελκυστίνδα στο COP28 αφορούσε το εάν θα γινόταν λόγος για «σταδιακή κατάργηση» ή «σταδιακή μείωση» των ορυκτών καυσίμων. Τελικά, τίποτα από τα δύο δεν υπάρχει στο τελικό κείμενο. θεωρήθηκε επιτυχία το γεγονός πως υπάρχουν οι όροι «ορυκτά καύσιμα» (χρειάστηκαν 28 σύνοδοι του ΟΗΕ για να το αφήσουν οι πολυεθνικές) και η πλήρως ασαφής διατύπωση για «μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε ενεργειακά συστήματα».

Εξάλλου οι αποφάσεις αυτές δεν είναι δεσμευτικές. Στο πιο απτό θέμα της χρηματοδότησης των φτωχών κρατών που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, όπως γράφτηκε, η συνολική συνεισφορά –στο πλαίσιο της Διάσκεψης- των ΗΠΑ, της ΕΕ, της Βρετανίας, των ΗΑΕ και της Ιαπωνίας είναι μόλις διπλάσια των ετήσιων απολαβών του… Κριστιάν Ρονάλντο από την ομάδα του στη Σαουδική Αραβία.

Μαύρη και πράσινη λεηλασία

Σύμφωνα με όλες τις μέχρι τώρα καταγραφές το 2023 θα είναι το θερμότερο έτος του πλανήτη, από τότε που υπάρχουν στοιχεία. Συμβάλλει και το φαινόμενο Ελ Νίνιο σε αυτό, αλλά έτσι κι αλλιώς η καμπύλη των θερμοκρασιών είναι ανοδική. Η μέση θερμοκρασία έχει ανέβει ήδη κατά 1,3 °C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, όταν η σύνοδος του Παρισιού έχει θέσει στόχο να μην ξεπεράσει τους 1,5 °C μέχρι το τέλος του αιώνα. Εάν τηρηθούν τα σχέδια που έχουν καταθέσει τα κράτη, η μέση θερμοκρασία θα ανέβει τουλάχιστον 2,5 °C, κάτι που οι επιστήμονες της κλιματικής αλλαγής θεωρούν πως οδηγεί σε πολύ αρνητικές συνέπειες. Στην πράξη πάμε για περισσότερο. Δείγμα όλων αυτών έχουμε δει και στην Ελλάδα, με τις καταστροφικές βροχοπτώσεις στη Θεσσαλία, τους καύσωνες-ξηρασία-δασικές πυρκαγιές από την Εύβοια, την Αττική, μέχρι τον Έβρο (για να θυμηθούμε μόνο τα φετινά). Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο πως η σχετικά γρήγορη και επιταχυνόμενη κλιματική αλλαγή οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, λόγω της συσσώρευσης αερίων (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, διοξείδιο του αζώτου κ.α.), που οφείλεται σε «ανθρωπογενείς αιτίες» (ήδη το CO2 βρίσκεται σε ιστορικά υψηλό 420 μέρη ανά εκατομμύριο). Τα «ανθρωπογενή αίτια» είναι στην πραγματικότητα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος αναπτύσσεται και κυριαρχεί την ίδια περίοδο, που αρχίζει η μεγάλη εκπομπή θερμοκηπικών αερίων με την ανάπτυξη της βιομηχανίας με χρήση ορυκτών καυσίμων. Η κλιματική αλλαγή είναι παιδί του καπιταλισμού και του κεφαλαίου κι επιταχύνεται από όλο το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που έχει οικοδομηθεί, ειδικά στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που τα πάντα εμπορευματοποιούνται.

Οι ευθύνες των καπιταλιστικών κολοσσών είναι διαρκείς, ακόμα και τις τελευταίες δεκαετίες που έχει αποκαλυφθεί ο κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής. Τεκμηριωμένη έρευνα του 2018 κατέδειξε πως μόλις 100 μεγάλες εταιρείες ευθύνονται για το 71% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου την 30ετία 1988-2017 (Ινστιτούτο Κλιματικής Λογοδοσίας). ExxonMobil, Shell, BP και Chevron έχουν τις υψηλότερες εκπομπές σε αυτή την περίοδο. Αλλά δεν είναι μόνο οι ενεργειακοί κολοσσοί. Πρόσφατη έρευνα κατέγραψε πως οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες πολυεθνικών εταιριών όπως της BP, της Coca-Cola και της Walmart, ευθύνονται για σχεδόν το 20% των εκπομπών CO2. Οι επιχειρήσεις μεταφέρουν και «κρύβουν» πολλές από αυτές τις εκπομπές σε φτωχότερες χώρες. ( University College London και πανεπιστήμιο Tianjin της Κίνας).

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της αρπακτικότητας των μονοπωλίων, πολλές δεν αξιοποιούν ούτε καν τις διαδικασίες του greenwashing (πράσινο πλυντήριο), της αντιστάθμισης εκπομπών (συνεχίζω τις ρυπογόνες δραστηριότητες αλλά φυτεύω δήθεν και κάποια δέντρα στον Αμαζόνιο) και των «πράσινων πρακτικών», που διαφημίζονται και συχνά επιδοτούνται. Εξετάζοντας τις πρακτικές των 500 μεγαλύτερων σε κεφαλαιοποίηση εισηγμένων εταιρειών στον κόσμο, η εταιρεία ESG Book, που θεωρείται ο κορυφαίος πάροχος «δεδομένων βιωσιμότητας» διαπίστωσε ότι μόλις το 22% ευθυγραμμίζεται με τη Συνθήκη των Παρισίων. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, οι μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου δεν έχουν κάνει σχεδόν τίποτα τα τελευταία πέντε χρόνια για να μειώσουν τις εκπομπές που συνεισφέρουν στη θέρμανση του πλανήτη, σημείωσε.

Η κλιματική κρίση είναι μια εξαιρετικά ταξική υπόθεση, τόσο όσον αφορά τις αιτίες πρόκλησης, όσο και βεβαίως και τις συνέπειές της. Η αστική τάξη μπορεί να προστατευθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αρνητικές επιπτώσεις και να κερδοσκοπήσει, ενώ η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα υποφέρουν όλο και περισσότερο. Οι πλούσιοι, με τον σπάταλο τρόπο ζωής τους, λεηλατούν πολύτιμους πόρους και εκπέμπουν τεράστιες ποσότητες αερίων θερμοκηπίου. Τα στοιχεία της ΜΚΟ Oxfam προκαλούν ίλιγγο. Το 10% των πιο πλουσίων του πλανήτη εκπέμπει έως και 40 φορές περισσότερο CO2 απ’ ότι το φτωχότερο 10%. Το πλουσιότερο 1% (77 εκατομμύρια) εκπέμπει όσο το φτωχότερο 66% του πληθυσμού του πλανήτη, δηλαδή 5,11 δισ. άνθρωποι (Ινστιτούτο Στοκχόλμης για το Περιβάλλον, SEI). Ποιος πρέπει να πληρώσει για την κλιματική αλλαγή;

Όλα αυτά δείχνουν γιατί ο διεθνής καπιταλισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση. Πρώτο, γιατί σαν σύστημα στηρίζεται στην αδιάκοπη προσπάθεια επέκτασης, ολοένα μεγαλύτερης εκμετάλλευσης της εργασίας και της φύσης, πραγμάτωσης της υπεραξίας μέσω της διευρυμένης κατανάλωσης, ενώ ειδικά στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού εμπορευματοποιεί πλήρως κάθε γωνιά του πλανήτη και κάθε πλευρά του ανθρώπου. Τα μεγέθη είναι συγκλονιστικά. Κάθε έτος πέφτουν 4,5 δισεκατομμύρια τόνοι σκυρόδεμα (τσιμέντο), 1,8 δισ. τόνοι χάλυβα (ατσάλι), 370 εκ. τόνοι πλαστικό και 150 εκ. τόνοι αμμωνία. Η παγκόσμια κατανάλωση ορυκτού άνθρακα ξεπερνά τα 10 δισ. τόνους, υπερδιπλάσια της συνολικής μάζας νερού που καταναλώνουν τα οκτώ δισεκατομμύρια ανθρώπων! (Πως λειτουργεί πραγματικά ο κόσμος, Βάκλαβ Σμιλ, εκδ. Διόπτρα).

Δεύτερο, διότι βασικός νόμος του καπιταλισμού είναι ο ανταγωνισμός, που στην εποχή μας έχει αποχαλινωθεί. Κάθε καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός και κάθε αστικό κράτος, ειδικά τα ηγεμονικά, επιδιώκουν να βγουν κερδισμένα στον ανταγωνισμό και η φτηνή ενέργεια (που την πληρώνει ακριβά η ανθρωπότητα) είναι κρίσιμο πεδίο. Όσοι έχουν πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα (πλέον οι ΗΠΑ εξάγουν ενέργεια υδρογονανθράκων λόγω των σχιστολιθικών εξορύξεων) συνεχίζουν ακάθεκτοι. 384 εταιρείες επένδυσαν τουλάχιστον 10 εκατ. δολάρια ετησίως, μεταξύ 2021 και 2023, για να ανακαλύψουν νέα κοιτάσματα (Gogel).

Η κλιματική αλλαγή είναι παιδί του καπιταλισμού και του κεφαλαίου κι επιταχύνεται από όλο το σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης που έχει οικοδομηθεί, ειδικά στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού

Σε αυτή τη γραμμή βρίσκονται και οι πολυεθνικές της ΕΕ. Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών πετρελαϊκών εταιρειών σχεδιάζει να διατηρήσει σταθερή την εκμετάλλευση των αποθεμάτων ή ακόμη και να τα αυξήσει, μέχρι το 2030. Τα κέρδη απογειώνονται: Shell διπλασιασμός από το 2021, σχεδόν 40 δισ. δολάρια, ιστορικό ρεκόρ. BP διπλασιασμός επίσης, στα 28 δισ. Total αύξηση κατά 30% στα 20,5 δισ. Σύμφωνα με την έκθεση Oilchange International, τα άμεσα σχέδια της παγκόσμιας ενεργειακής βιομηχανίας για παραγωγή πετρελαίου έως το 2030 υπερβαίνουν κατά 29% το στόχο της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου. Και τα σχέδια για την παραγωγή ορυκτού αερίου έως και 82%. Κατά τα άλλα η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί το ορυκτό (φυσικό) αέριο «μεταβατικό καύσιμο». Για πού;

Βεβαίως επειδή η ΕΕ δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της από δικές της πηγές υδρογονανθράκων, πρωτοστατεί στη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη», για να αποκτήσει ένα προβάδισμα από τους ανταγωνιστές της στην καινοτομία, για να αναζωογονηθεί το σύστημα με καταστροφή απαξιωμένων κεφαλαίων και την επένδυση στάσιμων. Όλα αυτά γίνονται με αθρόα επιδότηση του κεφαλαίου (γιατί δήθεν βοηθά το περιβάλλον), με τον λαό και πάλι να πληρώνει.

Η πράσινη ανάπτυξη είναι ο δίδυμος αδελφός της μαύρης. Όχι μόνο γιατί έχουν το ίδιο κριτήριο, το κέρδος και την κεφαλαιοκρατική συσσώρευση αλλά και γιατί προκαλεί περιβαλλοντικές καταστροφές με τον καπιταλιστικό τρόπο εφαρμογής της: βιομηχανικές αιολικές εγκαταστάσεις σε βουνά, φωτοβολταϊκά σε γεωργική γη, μεγάλα υδροηλεκτρικά, παραγωγή βιοκαυσίμων που οδηγεί σε αποψίλωση πολύτιμων δασών ή αναγκαίων καλλιεργειών κλπ. Συνολικά, επιβαρύνει το περιβάλλον και το κλίμα, δεν έχει θετική επίδραση.

Οι δύο όψεις του κέρδους

Από το COP28 έκανε το πέρασμά του και ο Κ. Μητσοτάκης διαφημίζοντας το «οικολογικό κουστουμάκι» του, το οποίο έχει γίνει βασικό συστατικό της πολιτικής του βιτρίνας. Μίλησε για «ένα ακόμα πράσινο νησί», τον Πόρο, αν και δεν σημαίνει πως τα προηγούμενα «πρασίνισαν», απεναντίας (βλέπε Αστυπάλαια). «Η Ελλάδα, όπως και πάρα πολλές άλλες χώρες, εμφανίζει μια κλιματική και ενεργειακή πολιτική με διπλό πρόσωπο. Από τη μία πρασινίζουμε τα νησιά μας και προωθούμε τις ΑΠΕ, ενώ από την άλλη επενδύουμε σε νέες εγκαταστάσεις ορυκτού αερίου και επιμένουμε σε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές της χώρας», σχολίασε το WWF.

Κι όμως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για διπλό πρόσωπο, είναι το ίδιο πρόσωπο που προωθεί τις πράσινες επενδύσεις και τις εξορύξεις. Είναι η πολιτική της κυβέρνησης και του συστήματος που αντιμετωπίζει την «κλιματική αλλαγή ως ευκαιρία», όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης στο Bloomberg στις 22/9, λίγο μετά τον Daniel στη Θεσσαλία. Αποτελεί όμως τουλάχιστον πρόκληση το να εκδίδεται, δύο μέρες πριν την έναρξη της COP28, άδεια για ερευνητική γεώτρηση για υδρογονάνθρακες στην Ήπειρο, ενώ στις θάλασσες της Κρήτης και του Ιονίου η κυβέρνηση προωθεί υπεράκτιες εξορύξεις από πετρελαϊκές εταιρείες.

Αριστερά και κλίμα, οικονομισμός ή κομμουνισμός;

Τα βασικά αστικά κόμματα στην ΕΕ, οι σοσιαλφιλελεύθεροι και η ευρωαριστερά όλων των αποχρώσεων υπερασπίζονται την λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και τα κλιματικά σχέδια της ΕΕ, που ρίχνουν όλα τα βάρη στους εργαζόμενους. Ο ενιαίος ΣΥΡΙΖΑ είχε πρωτοστατήσει στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών. Το ΚΚΕ από την πλευρά του αντιτίθεται στην «πράσινη ανάπτυξη», αλλά με τρόπο ιδιαίτερα προβληματικό. «Η περιβόητη επίκληση της λεγόμενης ‘’κλιματικής κρίσης’’ αξιοποιείται ως φόβητρο. […] Φαινόμενα αλλαγών του κλίματος (για τα οποία οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα συμφωνία και υπάρχει συζήτηση) αξιοποιούνται ως το πολιτικό εργαλείο για να πεισθούν οι εργαζόμενοι να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη» (Δ. Κουτσούμπας, 6/6/24).

Το να μιλάς για «λεγόμενη ‘’κλιματική κρίση’’» και για «φαινόμενα αλλαγών του κλίματος (για τα οποία οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα συμφωνία)»(!), δεν είναι αριστερή πολιτική, σε καμία περίπτωση κομμουνιστική και ειδικά από ένα κόμμα που τονίζει πως έχει «επιστημονικό πρόγραμμα». Προφανώς είναι μια οικονομίστικη απάντηση στο ποιος θα πληρώσει τον κλιματικό λογαριασμό, ενώ εκφράζει και τον «παραγωγισμό» του. Η μη ρητή απόρριψη των εξορύξεων, ειδικά στη θάλασσα και η εθνική συμμόρφωση για τις ΑΟΖ συνδέονται με αυτή τη λογική.

Η κλιματική κρίση είναι μία από τις μεγαλύτερες αποδείξεις της πλανητικής αποτυχίας του καπιταλισμού και ένας συναγερμός πως δεν μπορεί να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα θα έχει στην προμετωπίδα του την πάλη για την προστασία του περιβάλλοντος, ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου, πράσινη και μαύρη, για την ανατροπή του καπιταλισμού που «καίει» τον εργαζόμενο και τον πλανήτη.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.12.23)

Διαβάστε επίσης
Απορρίμματα: Τέλος ταφής και… αφαίμαξης

Ελεύθερα βουνά από του κέρδους τα αρπακτικά, διαδήλωση χθες στην Αθήνα (φωτογραφίες)

Θεσσαλονίκη – Flyover: Πετάει ο περιφερειακός, πετάει!

22 Δεκεμβρίου, 2023 Σχολιάστε

Γιάννης Λαθήρας*

Ένα πλήρως αμφιλεγόμενο έργο που θα κοστίσει τουλάχιστον μισό δισ. ευρώ

Μετά την «επιτυχία» της υποθαλάσσιας αρτηρίας –που κόστισε 85 εκατ. ευρώ χωρίς να γίνει– και του ατέλειωτου ανέκδοτου Μετρό (η μακρόχρονη ιστορία του ξεκινά από το… 1976 κι ακόμη να τελειώσει ένα μικρό του τμήμα), νέο «πρωτοποριακό», φαραωνικό έργο, το λεγόμενο Flyover, με… ιπτάμενους δρόμους, κόμβους και σήραγγες, ετοιμάζεται στη πόλη της Θεσσαλονίκης.

Ένα πλήρως αμφιλεγόμενο έργο (μόνο 13 χλμ., με 4 χλμ υπέργειο) που θα κοστίσει κοντά μισό δισ. ευρώ (οι προβλέψεις μιλάνε ότι θα ξεπεράσει το 1 δισ.) έρχεται να «ανακουφίσει» πάλι τους ταλαιπωρημένους Θεσσαλονικείς. Σε μια πόλη με την χειρότερη συγκοινωνία της Ευρώπης (με ένα μόνο μέσο, τον αμαρτωλό ΟΑΣΘ), προωθείται ένα έργο στην καταστροφική λογική της υποταγής στην δικτατορία του ΙΧ (που του υπόσχεται μεγαλύτερες ταχύτητες!) και της συνακόλουθης ρύπανσης (είμαστε πρωταθλήτρια πόλη στην ατμοσφαιρική ρύπανση που ευνοεί την διάδοση ασθενειών και του πρόσφατου κορονοϊού) και των αυξημένων τροχαίων εγκλημάτων.

Τα μεγαθήρια των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών Μυτιληναίος και Άβαξ, που κέρδισαν τον σχετικό διαγωνισμό, θα αυξήσουν κι άλλο την εγγυημένη πάντα κερδοφορία τους. Το έργο θα κατασκευασθεί με την μέθοδο ΣΔΙΤ, με όλα τα πιθανά σενάρια καθυστερήσεων, υποβάθμισης της ποιότητάς του, επιβολής διοδίων να είναι στο τραπέζι.

Πανηγυρίζουν ότι θα καταστραφούν μόνο 82 στρέμματα από το πολύπαθο δάσος του Σέιχ Σου σε σχέση με την εξωτερική περιφερειακή –το προηγούμενο πολυδιαφημισμένο τους project– που θα το αφάνιζε πλήρως. Το Σέιχ Σου, που αποτελεί έναν από ελάχιστους πνεύμονες πρασίνου της πόλης (η Θεσσαλονίκη έχει το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο στην Ευρώπη) θα δεχτεί ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα. Θα υποβαθμιστεί ακόμα περισσότερο, ενώ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της πόλης θα αποκοπεί από αυτό, καθώς θα καταργηθούν οι περισσότερες υπάρχουσες πύλες εισόδου προς το δάσος. Επίσης, περιορίζεται δραματικά η πρόσβαση οχημάτων πυρόσβεσης, ενώ δεν υπάρχει καν μελέτη πυρασφάλειας!

Αντί για έργα ανακούφισης της ρημαγμένης περιφέρειας, προκρίνουν έργα γιγάντωσης των μεγαλουπόλεων στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης που τόσο καταστροφική και θανατηφόρα αποδείχθηκε και με την υγειονομική κρίση. Η πιθανή υλοποίηση του σεναρίου Flyover θα κάνει την πόλη ακόμα πιο αβίωτη. Με την αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και του αριθμού των αυτοκινήτων. Ήδη από τις πρώτες μέρες κατασκευής του έργου το μποτιλιάρισμα στην περιφερειακή και σε ολόκληρη την πόλη είναι τεράστιο και μάλλον θα κρατήσει χρόνια…

Οι υποσχέσεις για μεγαλύτερες ταχύτητες θα δρέψουν τους καρπούς περισσοτέρων και πιο σφοδρών τροχαίων συγκρούσεων. Ενώ ειδικά για τους κατοίκους περιοχών που συνορεύουν με το νέο «οραματικό» έργο η ηχορύπανση θα εκτιναχθεί στα ύψη. Φυσικά με την πριμοδοτούμενη αύξηση του αριθμού των ΙΧ η πόλη στο σύνολό της, θα είναι μποτιλιαρισμένη. Αλλά θα μπορείς να τρέξεις στον ιπτάμενο περιφερειακό…

Όμως, αν δεν κάνουμε λάθος, οι πόλεις φτιάχτηκαν για να τις κατοικούμε και να τις ζούμε και όχι για να τις προσπερνάμε. Ο Flyover όχι απλώς δεν θα λύσει το κυκλοφοριακό, αλλά θα αναπαράγει τις αιτίες του προβλήματος. Τον Flyover τον θέλουν οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι εταιρείες πετρελαιοειδών. Εμείς, η πόλη και το περιβάλλον χρειαζόμαστε δημόσια, φτηνά, οικολογικά Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και μικρότερη ανάγκη μετακινήσεων.

Η πόλη χρειάζεται άλλη κατεύθυνση, ενίσχυση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, σιδηρόδρομο, προαστιακό (είναι χαρακτηριστικό ότι στην υπάρχουσα περιφερειακή δεν υπάρχει και δεν προβλέφθηκε κανένα μέσο σταθερής τροχιάς), λεωφορεία, μετρό, τραμ, καραβάκια στο Θερμαϊκό, δίκτυο ποδηλατοδρόμων, πεζόδρομων, χώρους πρασίνου κλπ.

Απαιτείται μείωση της ανάγκης μετακινήσεων προς το υδροκέφαλο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενάντια στη συγκεντροποίηση, με αποκεντρωμένη ανάπτυξη των υπηρεσιών (δημόσιο, τράπεζες, κέντρα υγείας, εκπαίδευση κλπ.), των πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων και ενίσχυση της τοπικής αγοράς (αντί των μεγαθήριων τύπου KOSMOS που «ευδοκιμούν» στις παρυφές των περιφερειακών). Απαιτείται επίσης παρέμβαση στην ήδη υπάρχουσα περιφερειακή, όπως μείωση των ορίων ταχύτητας, διόρθωση κακοτεχνιών, δημιουργία Λωρίδας Έκτακτης Ανάγκης (ΛΕΑ) κλπ.

Ήδη μια σειρά από φορείς (πάνω από 40 μέχρι στιγμής) έχουν αρχίσει να ξεσηκώνονται. Πρωτοβουλίες κατοίκων, σύλλογοι, σωματεία εργαζομένων, περιβαλλοντικές συλλογικότητες, τα δημοτικά σχήματα Πόλη Αλλιώς και Πόλη Ανάποδα και ενεργοί πολίτες από όλη τη Θεσσαλονίκη λένε «όχι» στον Flyover εξαιτίας των επιπτώσεων που θα έχει στο κυκλοφοριακό, τη δημόσια υγεία, την ποιότητα ζωής και το περιβάλλον.

*δημοτικός σύμβουλος Νεάπολης-Συκεών με την Πόλη Αλλιώς

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.12.23)

Λιγουρεύονται νέα αύξηση των ορίων ηλικίας

Λιγουρεύονται νέα αύξηση των ορίων ηλικίας
Κυριάκος Νασόπουλος

Αυτοί παίζουν την κολoκυθιά, εμείς όμως όπως φαίνεται θα δουλεύουμε μέχρι… θανάτου, αν δεν αντιδράσουμε δυναμικά. Για τα κόμματα εξουσίας ο λόγος, τα οποία, με αφορμή δήλωση του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνου Τσακλόγλου για πιθανή αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, άρχισαν τις αλληλοκατηγορίες για… αντιλαϊκή πολιτική. «Κάποια στιγμή θα γίνει, μην έχετε την παραμικρή αμφιβολία», είπε ορθά κοφτά ο υφυπουργός, με ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να σπεύδουν να χρεώσουν στη ΝΔ «κρυφή μνημονιακή ατζέντα».

Την «μπουγάδα» ανέλαβε να καθαρίσει ο άνθρωπος για τις δύσκολες αποστολές, ο αρμόδιος υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης. Αφού πρώτα μας καθησύχασε ότι δεν υφίσταται θέμα για την επόμενη τριετία, στην ουσία επιβεβαίωσε ότι το 2027 θα συζητηθεί αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης προς τα πάνω. «Ο νόμος που συνέδεσε τα όρια ηλικίας με το προσδόκιμο ζωής και που περιγράφει και τον μηχανισμό επανυπολογισμού ανά τριετία είναι το άρθρο 11, παρ. 3 του νόμου 3863/2010, δηλαδή νόμος του υπουργού Εργασίας, Ανδρέα Λοβέρδου, της κυβερνήσεως του Γιώργου Παπανδρέου, με αρμόδιο υφυπουργό τότε για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση τον κ. Γιώργο Κουτρουμάνη», τόνισε ο Άδωνις, χωρίς βέβαια να εξηγήσει γιατί οι κυβερνήσεις Σαμαρά και Μητσοτάκη δεν προχώρησαν μέχρι σήμερα στην κατάργησή του. Κάτι που δεν έπραξε ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το 2013 το όριο συνταξιοδότησης αυξήθηκε από τα 65 στα 67 έτη. Έτσι, αυτή τη στιγμή, για πλήρη σύνταξη το γενικό όριο ηλικίας είναι το 67ο έτος (με 15ετία ή 4.500 ημερομίσθια ασφάλισης), ενώ για μειωμένη σύνταξη το όριο είναι τα 62 έτη με 45 χρόνια ασφάλισης. Σύμφωνα με τα ισχύοντα (διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου), από την Πρωτοχρονιά του 2024 τα όρια ηλικίας θα επανακαθορίζονται ανά τριετία, με βάση το προσδόκιμο ζωής. Ο ΟΟΣΑ, στην ετήσια έκθεσή του, εκτιμά ότι στην Ελλάδα μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, το όριο ηλικίας θα πρέπει να αυξηθεί κατά 2,8 έτη. Δηλαδή από τα 67 έτη να πάει στα 69,8. Η Ελλάδα, πάντως, βρίσκεται ήδη στην κορυφή των χωρών της ΕΕ όσον αφορά το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αλλά και τη μέση πραγματική ηλικία αποχώρησης από τον ενεργό εργασιακό βίο.

Την Τρίτη 14/11, οι συνταξιούχοι της Αττικής προχώρησαν σε συγκέντρωση και πορεία από την πλατεία Εθνικής Αντίστασης στο υπουργείο Οικονομικών, διαμαρτυρόμενοι για τις διαχρονικές περικοπές που έχουν μετατρέψει τις συντάξεις σε πενιχρά επιδόματα. Παράλληλα, την ερχόμενη Παρασκευή 24/11, οι Συνεργαζόμενες Συνταξιουχικές Οργανώσεις διοργανώνουν πανελλαδική κινητοποίηση στις 12 το μεσημέρι στην πλατεία Κλαυθμώνος.

Το συνταξιουχικό αλλά και το εργατικό κίνημα, κόντρα στα σχέδια της κυβέρνησης, πρέπει να διεκδικήσει, μεταξύ άλλων, σημαντικές αυξήσεις σε συντάξεις και μισθούς, για άμεση αποκατάσταση των απωλειών των προηγούμενων 13 ετών και κάλυψης του πραγματικού πληθωρισμού, θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στα 25 χρόνια υπηρεσίας για όλους/όλες και πλήρη σύνταξη στα 30 χρόνια εργασίας και 60 έτη ηλικίας, επαναφορά 13ης και 14ης σύνταξης, καθολική καταβολή των αναδρομικών, καθώς και ενσωμάτωση στη σύνταξη της λεγόμενης «προσωπικής διαφοράς». 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.11.23)

Διαβάστε επίσης:

ΝΑΡ: Αγωνιστικός ξεσηκωμός ενάντια στο εξοντωτικό φορολογικό νομοσχέδιο για αυτοαπασχολούμενους και επαγγελματίες
Το ∆ημόσιο ξεπουλάει τις μετοχές στις τράπεζες με ζημιές 40 δισ.

Μνημόνιο, κυβερνητισμός, κεντρώα κατάληξη: Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στον εκφυλισμό

Μνημόνιο, κυβερνητισμός, κεντρώα κατάληξη: Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στον εκφυλισμό
Μπάμπης Συριόπουλος

Κόμβος στην κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η αποδοχή των μνημονίων. Ενώ αρχικά η κυβερνητική πρότασή του εξέφραζε στρεβλά στόχους του κινήματος και ριζοσπαστικές απαιτήσεις, η κυβέρνηση σαν αυτοσκοπός στη συνέχεια, η εξαρχής υποτίμηση κάθε στρατηγικού στόχου και θεωρίας στο όνομα των άμεσων λύσεων, η πορεία προς το κέντρο και η επιδίωξη εκλογικών ποσοστών με κάθε τρόπο οδήγησαν στο γνωστό αποτέλεσμα.

Το ακραίο «κέντρο» της αστικής πολιτικής

Η τωρινή κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ με την προεδρία Κασσελάκη και την μετεξέλιξή του σε κεντρώο αστικοφιλελεύθερο κόμμα, δείχνει πρώτα απ’ όλα την ανελαστικότητα και τα ασφυκτικά όρια της διαχείρισης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Σε μία προηγούμενη φάση, κάτω από πίεση ήταν ανεκτές κάποιες κρατικοποιήσεις (πάντα εντός ορίων), προοδευτική φορολογία του κεφαλαίου και των κερδών και κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίας σχετικά φθηνά ή δωρεάν. Αυτή η εποχή καλλιεργούσε προσδοκίες για -πραγματικές ή φανταστικές- δυνατότητες μιας διαφορετικής διαχείρισης, επέτρεπε διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες πολιτικές καθώς και μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή σοσιαλδημοκρατικοποιημένα ΚΚ (Ιταλία, Γαλλία) που να διεκδικούν κυβερνητικό ρόλο εκφράζοντας εργατικές ανάγκες και αιτήματα.

Σήμερα, με ηττημένο κομμουνιστικό κίνημα, χωρίς επαναστατική απειλή και δεδομένης της πολύπλευρης καπιταλιστικής κρίσης -την εποχή του ΤΙΝΑ- τέτοιες εκδοχές αστικής διαχείρισης αποκλείονται και η αστική πολιτική συνωθείται στο κέντρο, ένα ακραία αντιδραστικό κέντρο βέβαια. Τα παλιά εργατικά κόμματα με κυβερνητικές φιλοδοξίες αποβάλλουν οτιδήποτε θυμίζει τα συλλογικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και την ταξική πάλη, οτιδήποτε μπορεί να καλλιεργήσει ριζοσπαστικές προσδοκίες. Πρωτοπόρο ήταν το ΚΚ Ιταλίας, με τον μετασχηματισμό του σε Δημοκρατικό Κόμμα όπως και το «Νέο» Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας του Μπλερ. Η αστική πολιτική συνωθείται στο κέντρο, συχνά με δύο εκδοχές: Τη δεξιά εκδοχή και την κεντροαριστερή με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία για τις «ευάλωτες κοινωνικές ομάδες» κ.λπ. Ακόμα και η κυβερνώσα ακροδεξιά (Μελόνι) μπορεί να λειτουργεί σαν ακροδεξιά πτέρυγα του «κέντρου» με την Άννα Διαμαντοπούλου (ΠΑΣΟΚ) να εύχεται «να μην γίνει δια της βίας η Ευρώπη σκουρόχρωμη».

Όταν η ιδεολογία γίνεται «τοματοπελτές» 

Δε θα πρωτοτυπήσουμε τονίζοντας τον κομβικό ρόλο της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015. Ωστόσο ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί απλά να ξορκίζεται σαν «προδοσία» αλλά να εξηγείται και να παίρνει τη θέση του μαζί με όλα όσα το προετοίμασαν και ακολούθησαν, σαν σταθμός στη σημερινή κατάληξη.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο τα σχέδια των αστικών επιτελείων, ούτε τα όρια που βάζει το κεφάλαιο στην πολιτική με τον προσδιορισμό από πλευράς του εφικτού και του ανέφικτου. Το ζήτημα είναι το πώς πετυχαίνουν κι αυτό γίνεται μόνο όταν η αστική πολιτική και ιδεολογία διαδίδεται, εισχωρεί και κυριαρχεί στην εργαζόμενη πλειονότητα, στα κόμματα, στις οργανώσεις της και στο κίνημά της. Στην περίπτωση της ταχύτατης μετάλλαξης και εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ το θέμα δεν είναι κυρίως ο τρόπος, η μεθόδευση και οι σχεδιασμοί που οδήγησαν στο τελευταίο στάδιο της μετάλλαξης και εκφυλισμού του, αλλά το πώς αυτό έγινε κατορθωτό.

Δε θα πρωτοτυπήσουμε τονίζοντας τον κομβικό ρόλο της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2015. Ωστόσο ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορεί απλά να ξορκίζεται σαν «προδοσία» αλλά να εξηγείται και να παίρνει τη θέση του μαζί με όλα όσα το προετοίμασαν και ακολούθησαν, σαν σταθμός στη σημερινή κατάληξη. Αν ο Σ. Κασσελάκης χαρακτηρίζει «πολιτική του Pummaro» και «τεράστια κείμενα γεμάτα αόριστες σάλτσες» την εσωκομματική κριτική που του γίνεται, πατάει πάνω στην αποϊδεολογικοποίηση που χαρακτήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και πριν τη μνημονιακή στροφή του. Η αλλεργία στην εξήγηση της μνημονιακής επίθεσης μετά το 2010, των κοινωνικών δυνάμεων που τη στήριζαν, της καπιταλιστικής κρίσης, του ρόλου της ΕΕ και του κεφαλαίου, η εστίαση στην «Τρόικα», στη Γερμανία και τους κακούς Μέρκελ και Σόιμπλε έδειχναν το δρόμο της τάχα άμεσης και γρήγορης απάντησης της κυβερνητικής λύσης, της αναίρεσης των μνημονίων «μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο», μιας λύσης χωρίς στρατηγικό βάθος, χωρίς ρήξη, χωρίς συνολική σύγκρουση, χωρίς άλλο επίπεδο στην εργατική πάλη και στο λαϊκό κίνημα. Είναι πάγιο στοιχείο του κυβερνητικού ρεφορμισμού η απαξίωση της θεωρίας, η απώθηση του στρατηγικού και καθολικού προς όφελος του επείγοντος και διαχειριστικού. Οποιαδήποτε συνολική θεώρηση και ανάλυση, οποιοσδήποτε μακροπρόθεσμος στόχος χαρακτηριζόταν «ιδεολογία» με την περιφρονητική σημασία της λέξης, δηλαδή άχρηστη πολυτέλεια. Η ιδεολογία σαν σάλτσα Pummaro ήταν εκεί από τότε.

Η επείγουσα απάντηση αντί της άχρηστης ιδεολογίας ήταν η αριστερή κυβέρνηση. Εδώ χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις. Ο κυβερνητισμός ήταν παρών στο εργατικό κίνημα από τον Λουί Μπλαν στη Γαλλία το 1848, κυριάρχησε στη σοσιαλδημοκρατία και σταδιακά και στα ΚΚ, ιδίως μεταπολεμικά. Ωστόσο συμβιβαζόταν με την οργάνωση της εργατικής τάξης, με τις σοσιαλιστικές επαγγελίες, εξέφραζε ριζοσπαστικές εργατικές διεκδικήσεις και μεταρρυθμίσεις. Επιδίωκε διακηρυκτικά ριζικές, ακόμα και σοσιαλιστικές αλλαγές μέσω του κοινοβουλευτικού συνταγματικού δρόμου. Τηρουμένων των αναλογιών ο στόχος της αριστερής κυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ το 2012 βασιζόταν στο τεράστιο λαϊκό κίνημα κατά των μνημονίων, ενσωμάτωνε στρεβλά λαϊκές προσδοκίες για ριζική αλλαγή της κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Ν. Κωνσταντόπουλου το 2004 έπαιρνε 3,26%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2010 που διακήρυσσε «καμιά θυσία για το ευρώ» ανέβασε τα ποσοστά του, με τη βοήθεια βέβαια του ΚΚΕ, καθώς η Α. Παπαρήγα δήλωνε τότε ότι «λύση έξω από το ευρώ και δραχμή στις παρούσες συνθήκες είναι καταστροφική».

Στην πορεία, μετά τον Ιούλιο του 2015 η κυβέρνηση από μέσο για τη «ρεαλιστική» ικανοποίηση των διεκδικήσεων του κινήματος έγινε αυτοσκοπός. Ο ΣΥΡΙΖΑ έμαθε ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου της αριστεράς ότι η πολιτική δεν έχει νόημα αν δεν έχει μία άμεση κυβερνητική πρόταση. Από την «αριστερά στην κυβέρνηση» περάσαμε στην «κυβερνώσα αριστερά». Η κυβερνώσα αριστερά όμως που ούτε θέλει ούτε μπορεί να βασίζεται σε ένα δυναμικό λαϊκό κίνημα, ούτε να εκφράζει ριζοσπαστικές διεκδικήσεις, καθώς αυτές απαιτούν σύγκρουση με κεφάλαιο και τις κόκκινες γραμμές του. Μπορεί να είναι μόνο «κεντρώα», να έχει την αποδοχή ή την ανοχή της αστικής τάξης, να στριμώχνεται κι αυτή στο κέντρο της αστικής πολιτικής.

Η εκφυλιστική μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ πατάει πάνω στη κυβερνητική στροφή προς το κέντρο που κανείς δεν την αμφισβητεί. Ο Ε. Τσακαλώτος είναι υπέρ της συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ (συνέντευξη στο Attica 13/11) δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «δεν υπάρχει πολιτική χωρίς ιδεολογία». Η κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ όμως είναι κεντρώα πολιτική με βασική ιδεολογία το ΤΙΝΑ. Ο Σ. Κούλογλου, πρόσφατα αποχωρήσας από τον ΣΥΡΙΖΑ ευρωβουλευτής, επίσης μίλησε για ένα «αριστερό κόμμα, αριστερότερα του ΠΑΣΟΚ, που θα μπορούσε στο μέλλον να συνεργαστεί με σοσιαλιστές για να σχηματίσει κυβέρνηση» (δηλώσεις στο Euractiv). Δέσμια του κεντρώου κυβερνητισμού η «Ομπρέλα» στο κείμενο των 45 μελών της ΚΕ δεν κάνει καμία αυτοκριτική για τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε για την αντιπολιτευτική περίοδο 2019-2023. Κι όμως, πόσο απέχει ο προεκλογικός ανταγωνισμός του ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ για το ποιο κόμμα είναι πιο φιλικό με τους επενδυτές από τη δήλωση Κασσελάκη για το κεφάλαιο «ως ένα εργαλείο για την ευημερία»; Ενοχλεί τους 45 ο όρος «πατριωτική αριστερά». Όντως αυτός ο όρος στην Ελλάδα του 2023 και όχι του 1940 δεν μπορεί να σημαίνει παρά την ταξική συνεργασία με την αστική τάξη στα «εθνικά θέματα», δηλαδή στον ανταγωνισμό με τις γειτονικές αστικές τάξεις. Στο προεκλογικό πρόγραμμα του 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοχαρακτηρίζεται «ως δύναμη πατριωτισμού και διεθνισμού» και διεκδικεί «τη σταδιακή επέκταση σε κάθε τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου των χωρικών υδάτων της Ελλάδας σε 12 ν.μ.». Εννοείται βέβαια μια τέτοια «πατριωτική» πολιτική προϋποθέτει την «προώθηση των στρατηγικών σχέσεων με ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία […] με διεκδίκηση απτής στήριξης στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και πίεσής τους στην Τουρκία…» (προεκλ. πρόγραμμα). Τι παραπάνω είπε ο Κάσσελάκης;

Η κυβερνώσα αριστερά παράγει μαζικά ψηφοφόρους με ελάχιστες προσδοκίες και μετά καμώνεται πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να τους εκφράσει έτσι όπως τους έφτιαξε

Ο στόχος της κυβερνητικής εξουσίας πάση θυσία απορροφάει την αριστερά στο αστικοφιλελεύθερο κέντρο και από άλλο δρόμο. Η επιδίωξη μεγάλων ποσοστών, η προσέλκυση απλά ψηφοφόρων και όχι η έκφραση αγώνων και ελπίδων, και μάλιστα ψηφοφόρων απελπισμένων, απογοητευμένων, ψηφοφόρων που έχουν αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος εκτός του καπιταλιστικού μονόδρομου, που λένε «και μη χειρότερα». Η κυβερνώσα αριστερά παράγει μαζικά τέτοιους εξατομικευμένους ψηφοφόρους με ελάχιστες ως και μηδενικές προσδοκίες και μετά καμώνεται πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να τους εκφράσει έτσι όπως τους έφτιαξε. Η υποταγή στην αστική πολιτική δικαιολογείται στο όνομα της λαϊκής «σιωπηλής» πλειοψηφίας. Η προσέλκυση τέτοιων ψηφοφόρων δεν οδηγεί πουθενά αλλού εκτός από το κέντρο. Έχουν ξεχάσει βέβαια ότι δουλειά της αριστεράς δεν είναι να εκφράζει τις τάσεις παραίτησης και υποταγής μέσα στην εργατική τάξη, την πανταχού παρούσα κυρίαρχη ιδεολογία, αυτή της κυρίαρχης τάξης ιδίως στις μέρες μας. Το ζήτημα είναι να αλλάξουμε τον κόσμο, όχι να τον «δημοσκοπήσουμε».

Οι σκοποί και το μέσο για την αριστερά

Η πολιτική του κόμματος και η οργάνωσή του

Στο κείμενο των 45 αποχωρησάντων της ΚΕ η κριτική εστιάζεται στο «νέο κόμμα» του Κασσελάκη. Το δημοψήφισμα για την αποπομπή των τεσσάρων στελεχών χαρακτηρίζεται «βοναπαρτικό και ασφαλώς βαθιά αντιδημοκρατικό», μια «πρακτική του τραμπισμού». Υπογραμμίζουν τη «νέα αυταρχική “κουλτούρα”» στον ΣΥΡΙΖΑ, την αξίωση του νέου προέδρου να είναι «απόλυτος ηγεμόνας» και «ως αδιαμεσολάβητος» να καταργεί όργανα και διαδικασίες.

Το ζήτημα του κόμματος για την αριστερά είναι κεντρικό ζήτημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη διάσπαση μεταξύ μπολσεβίκων και μενσεβίκων στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε για την έννοια του μέλους του κόμματος. Το κόμμα για τους κομμουνιστές είναι «μόνο» ένα μέσο για την πραγμάτωση των σκοπών της κατάργησης της εκμετάλλευσης, αλλά είναι ένα αναγκαίο μέσο στο οποίο πρέπει να εκφράζονται αυτοί οι σκοποί.

Ένα επαναστατικό κόμμα απαιτεί από τα μέλη του να έχουν γνώση και άποψη, να πρωτοπορούν στους κοινωνικούς αγώνες, συνειδητή πειθαρχία στις συλλογικές αποφάσεις, διάθεση προσφοράς και προσωπικών θυσιών. Κάποια από αυτά τα χαρακτηριστικά υπήρχαν στα κόμματα του κομμουνιστικού ρεφορμισμού, ακόμα και στα εργατικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της προηγούμενης φάσης.

Ένα κόμμα της κυβερνώσας αριστεράς που περιδινίζεται γύρω από το φιλελεύθερο κέντρο τι μέλη και οργάνωση μπορεί να έχει; Η συλλογικότητα, η προσφορά και η στράτευση, αναγκαία για τη σύγκρουση με το κεφάλαιο, το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του δεν χρειάζονται πια. Η γνώση, η θεωρία και η άποψη, αναγκαία για να «αλλάξουν τον κόσμο», είναι περιττές «σάλτσες». Τα μέλη του αποκτούν κι αυτά τα χαρακτηριστικά των «ψηφοφόρων», χωρίς απαιτήσεις άλλες από το να ψηφίζουν τον αρχηγό που υπόσχεται γρήγορη πρόσβαση στην κυβερνητική εξουσία.

Επαναστατικός δρόμος όχι κοινοβουλευτική ενσωμάτωση

Ήταν νομοτελειακό τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ να καταλήξουν έτσι ακριβώς; Όχι. Αντί του «αριστερού επιχειρηματία» που δηλώνει ανενδοίαστα συνεργασία με το κεφάλαιο, θα μπορούσε να βρίσκεται στην προεδρία η Ε. Αχτσιόγλου «νέα χειραφετημένη γυναίκα, επιστήμονας, μητέρα» κατά Μαραντζίδη. Η πορεία προς το κέντρο μπορεί να ήταν λιγότερο κραυγαλέα και πιο αργόσυρτη ωστόσο ήταν προδιαγεγραμμένη, εξάλλου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η ηγετική αλαζονεία συνδυασμένη με αφόρητο λάιφ στάιλ μπορεί να ήταν πιο μετρημένη, αλλά η αδιαμεσολάβητη σχέση με τα μέλη των 2 ευρώ ήταν δεδομένη.

Η σημερινή κατάληξη μπορεί να αποτελέσει αφορμή για τους αριστερούς που παρέμεναν ή παραμένουν ακόμα στο ΣΥΡΙΖΑ για να αναιρέσουν με τη στάση τους τα αίτια της κατρακύλας, τον κυβερνητισμό, την υπόκλιση στην αστική πολιτική και την πορεία προς το κέντρο, αφορμή για να γυρίσουν την πλάτη στην κυβερνώσα αριστερά σε όλες της τις εκδοχές παλιές και νέες. Αντί για τη νοσταλγία για επιστροφή σε μια πρότερη κατάσταση, είναι αναγκαία η υπενθύμιση ότι αριστερή πολιτική και πρόταση εξουσίας δεν ταυτίζεται καθόλου με μια άμεση κυβερνητική πρόταση εντός πλαισίου. Η αριστερά έβαλε τη σφραγίδα της στην ιστορία με τους αγώνες, τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις.

Η επαναστατική θεωρία, η κομμουνιστική στρατηγική και η ανάλυση της καπιταλιστικής πραγματικότητας δεν είναι «σάλτσες» που τάχα απομακρύνουν τις άμεσες απαντήσεις, ούτε επαγγελίες για το σοσιαλιστικό παράδεισο στο επέκεινα και την επανάσταση που θα προκύψει «αντικειμενικά», αλλά αναγκαία όπλα στον καθημερινό αγώνα ενάντια στον βάρβαρο καπιταλισμό της εποχής μας. Υπάρχει άλλος δρόμος.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.11.23)

Ανασυγκρότηση και αντεπίθεση, όχι στα νέα ρεφορμιστικά σχέδια

Ανασυγκρότηση και αντεπίθεση, όχι στα νέα ρεφορμιστικά σχέδια

Αντώνης Δραγανίγος

▸Ισχυρή βάση εκκίνησης η στήριξη στις αντικαπιταλιστικές κινήσεις σε Περιφέρειες και δήμους

Τα ποσοστά που κατέκτησε στις πρόσφατες τοπικές εκλογές η αντικαπιταλιστική αριστερά, της τάξης του 2% στις περιφέρειες και 2-5% σε δεκάδες δήμους, δείχνουν ότι υπάρχει ένα σχετικά ευρύ ρεύμα αγωνιστών το οποίο εκτιμάει την αντικαπιταλιστική αριστερά, «κοιτάει» προς τις συσπειρώσεις και τις πρωτοβουλίες της και «δυνάμει» μπορεί να αποτελέσει μια ισχυρή βάση για την ανασυγκρότηση της. Όμως δεν της «ανήκει».

Συνυπολογίζοντας το σύνολο του εκλογικού κύκλου από τον Μάη-Ιούνη μέχρι και σήμερα προκύπτει ένα ευκρινές συμπέρασμα. Το λαϊκό αυτό ρεύμα, που σε μεγάλο βαθμό «έρχεται» ή είναι επηρεασμένο από τις αντιλήψεις της ευρύτερης «κυβερνητικής» και διαχειριστικής αριστεράς, είτε δεν έχει πειστεί συνολικά για την ανάγκη και τη δυνατότητα μιας πολιτικής ρήξης με την αστική πολιτική της κυβέρνησης, του κεφαλαίου, της ΕΕ, και του ΝΑΤΟ, είτε δεν εμπιστεύεται την «υπαρκτή» αντικαπιταλιστική αριστερά για την απόφασή της, τη συνοχή της και τη δυνατότητά της να το εκφράσει. Έτσι, από τη μια, όταν δίνεται η δυνατότητα (σε δημοτικές εκλογές, σωματεία κ.λπ.) εκφράζεται με σχετικά μαζικούς όρους, από την άλλη, όταν τίθεται θέμα πολιτικής εκπροσώπησης και οξύνονται τα πολιτικά και κοινοβουλευτικά διλήμματα, τα αποτελέσματα είναι ισχνά. 

Οι λόγοι γι’ αυτή την πασιφανή απόσταση και ασυμμετρία είναι η κρίση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι σοβαρές στρατηγικές προγραμματικές και πολιτικές της ανεπάρκειες, η αδύναμη γείωσή της στην εργατική τάξη, οι σημαντικές διαφωνίες μεταξύ των δυνάμεων και οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τις σχέσεις με τον ρεφορμισμό. 

Τα ερωτήματα για την πορεία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίρνουν καινούργιο περιεχόμενο και εν μέρει οξύνονται κάτω από την τριπλή επίδραση: Πρώτο, της όλο και πιο σκληρής και απαιτητικής φάσης που έχει μπει η ταξική πάλη, κυρίως λόγω της εξάπλωσης του πολεμικού κινδύνου και της πολύπλευρης οικονομικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Δεύτερο, της πίεσης που ασκεί σε αριστερό-προοδευτικό κόσμο η πενταετής πλέον σταθερά ηγεμονική παρουσία της ΝΔ, που παρά την εμετική συναίνεση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ ξαναζεσταίνει τη «μηχανή» των αλήστου μνήμης «δημοκρατικών δυνάμεων». Τρίτο, λόγω των εξελίξεων στον ΣΥΡΙΖΑ και των πιθανών διαφοροποιήσεων, που «απελευθερώνουν» δυνάμεις στην κατεύθυνση της επανάληψης του εγχειρήματος ενός «νέου ΣΥΡΙΖΑ», με τη μια ή την άλλη μορφή. 

Σε αυτή την εποχή των ανακατατάξεων, δύο είναι οι απαντήσεις για το πώς μπορεί να κερδηθεί πολιτικά ο κόσμος που αποδεσμεύεται από τα προηγούμενα όριά του και αναζητά αριστερά και ριζοσπαστικά. Η μία είναι να κατακτήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά μια ανεξάρτητη εργατική πολιτική. Να κάνει βήματα στην κατεύθυνση ενός πολιτικού προγράμματος αντικαπιταλιστικής πολιτικής και επαναστατικής προοπτικής, που ανεβαίνει στο ύψος των οξυμένων αντιθέσεων του σημερινού άγριου καπιταλισμού, προτάσσοντας την κομμουνιστική κοινωνία και τον πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στα ιερά και τα όσια του συστήματος, τη ληστρική εκμετάλλευση ανθρώπου και φύσης, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και ανταγωνισμούς, την ανελευθερία και τις «καταστάσεις εξαίρεσης». Η άλλη είναι η λογική που προτάσσει το «άμεσο», αναζητά τους «όρους επιβίωσης» μέσα στο πλαίσιο του «εφικτού», αρνείται τον πολιτικό αγώνα για ρήγματα-ανατροπές στις κεντρικές επιλογές του αντίπαλου, περιορίζεται μέσα στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος. Μια τέτοια γραμμή, εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο, τόσο με τη «ρεαλιστική ανυπακοή» των
ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ, όσο και με το «βήμα σημειωτόν» του ΚΚΕ.

Οι όποιες απόψεις και πρακτικές (όπως αυτές των σ. του ΣΕΚ στον δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών, που επιλέγουν την ψήφιση του μπλοκ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ στο όνομα της πάλης «ενάντια στη δεξιά», καταργούν την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παίρνουν θέση υπέρ του ενός από τους δύο πόλους του συστήματος, μάλιστα την εποχή του εξευτελισμού και της ταχύτατης απομόνωσής του από λαϊκό κόσμο. 

Από την άλλη πλευρά, το ΚΚΕ όλο και πιο πολύ περιορίζεται σε μια πολιτική «ανάσας» των λαϊκών στρωμάτων, ανάσχεσης της επίθεσης χωρίς φιλοδοξία και στόχευση ρηγμάτων και ανατροπής της κυρίαρχης αστικής πολιτικής. Η ίδια η εκστρατεία του για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, με την υπερπροβολή του έργου και της δυνατότητας καλυτέρευσης της ζωής από τους «αριστερούς δημάρχους» καλλιεργεί, στην πράξη, τον «ρεαλισμό», τις μειωμένες προσδοκίες, την ανάθεση. Γεννάει πιο εύκολα «Παχατουρίδηδες» παρά Πελετίδηδες». 

Σήμερα απαιτείται τομή στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Εδώ θα κριθεί η συμβολή και το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αφετηρία γι’ αυτή την πορεία είναι οι χιλιάδες αγωνιστές που δραστηριοποιήθηκαν στο πλάι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις βουλευτικές, στις τοπικές εκλογές, οι δυνάμεις και οι αγωνιστές εντός ή εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στηρίζουν την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

Επίσης, η έμπρακτη πάλη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την επαναστατική προοπτική απαιτούν μια κομμουνιστική οργάνωση πολύ πιο ισχυρή, συγκροτημένη, εργατική, ικανή να την εμπιστεύονται πρωτοπόρα και μαχόμενα τμήματα της τάξης και της νεολαίας. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται καλύτερη συγκρότηση του ΝΑΡ στην πορεία για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. 

«Ο καθένας μας έχει μια ιστορία κατοχής. Δεν υπάρχει παιδική ηλικία να ζήσεις… Μπορούμε μόνο
να είμαστε η γενιά της ελευθερίας»

Αν κάτι αναδείχθηκε σε αυτές τις εκλογικές μάχες είναι ότι η αντικαπιταλιστική-επαναστατική αριστερά δεν χρειάζεται κατά κανένα τρόπο να «ακουμπήσει στις πλάτες» κάποιου «μαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος» για να επικοινωνήσει με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όπως με τον κόσμο του
ΣΥΡΙΖΑ, που διαφοροποιείται. Αντίθετα, η καθήλωση στα κοινωνικά και τα πολιτικά όρια των ρευμάτων αυτών, η ταλάντευση και τελικά φυγομαχία ορισμένων δυνάμεων και αγωνιστών από το να γίνουν βήματα σε μια πλατιά αντικαπιταλιστική ενότητα έξω από το νεοσυριζαίικο σχέδιο ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ και ενάντια σε αυτό το σχέδιο αποτελεί εμπόδιο. Με βήματα σε μια πλατιά αντικαπιταλιστική ενότητα, μπορεί να διαμορφωθεί εκείνη η ανατρεπτική, καινοτόμα, ενωτική φυσιογνωμία που μπορεί να εμπνεύσει ευρύτερο λαϊκό κόσμο. Έτσι διαβάζουμε το αποτέλεσμα των περιφερειών, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Καισαριανής, του Περιστεριού και πολλών άλλων πετυχημένων παρεμβάσεων. 

Βρισκόμαστε εν μέσω σφοδρής αντιλαϊκής επίθεσης. Οι δυνάμεις της μαχόμενης αριστεράς, το ταξικό εργατικό κίνημα και η αγωνιζόμενη νεολαία οφείλουν να πρωτοστατήσουν στις κοινωνικές και πολιτικές μάχες

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (14.10.23)

Διαβάστε και κατεβάστε (pdf) την εφημερίδα ΠΡΙΝ, 22-23.7.2023: Στάχτη έγινε το «επιτελικό κράτος» της αγοράς